χει ορθά ειπωθεί διαχρονικά πως αν θες να διαβάσεις αυθεντικά μια εποχή, δεν έχεις παρά να εγκύψεις στους σατιρικούς ποιητές της. Ο Αριστοφάνης, ο Μένανδρος, οι Λατίνοι Πλαύτος και Τερέντιος, αλλά και ο Γιουβενάλις, τα έξοχα μονόπρακτα του Μεσαίωνα με τους απατεώνες δικηγόρους, τους μοιχούς καλόγερους και βέβαια ο Ραμπελαί, ο Βολταίρος έως τον Μολιέρο και μια πλειάδα άλλων ανατόμων της εποχής τους είναι οι σεισμογράφοι των κοινωνιών τους και συχνότατα οι αποκρυπτογράφοι τους.
Για να μην ανοίξω πράγματι ένα τεράστιο πεδίο παραδειγμάτων, θα μείνω στην ελληνική κοινωνία και μάλιστα μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Σ’ αυτόν τον έρμο τόπο μόλις άρχισε να δημιουργείται το πρώτο οργανωμένο σύστημα διακυβέρνησης εμφανίστηκαν και οι πρώτες ρωγμές που έκτοτε μας ακολουθούν έως σήμερα. Διαπλοκή, απάτη, στρεβλώσεις των θεσμών, παρακράτος, παραοικονομία, πολιτικός, θρησκευτικός, ιδεολογικός φανατισμός, απιστία, πάσης φύσεως: στη διοίκηση, στο επάγγελμα, στον γάμο κ.τ.λ.
Σημαντικοί συγγραφείς μόλις μετά την εγκαθίδρυση του νέου ελληνικού κρατιδίου κατέγραψαν την καλπάζουσα τάση των πολιτών προς την οικειοποίηση και τον ευτελισμό των θεσμών.
Ενα από τα κύρια θέματα της σάτιρας είναι το ταξικό άλμα. Οταν ιδρύθηκε το νεοελληνικό κρατικό μόρφωμα η Ευρώπη είχε διατρέξει 700 χρόνια διαμόρφωσης των κοινωνικών και των ταξικών της θεσμών. Είχε ακτινογραφήσει τα αίτια, είχε αποκαλύψει τους χειρισμούς που στρέβλωναν τον κανόνα. Ο Μολιέρος, ο Γκολντόνι, ο Ρουτζάντε, οι άγγλοι ηθογράφοι, αλλά και ο Γκόγκολ και η μεγάλη σχολή των ρώσων ρεαλιστών κριτικών των θεσμών ήταν τα έτοιμα πρότυπα που ακολούθησαν οι έλληνες συγγραφείς μετά την Επανάσταση. Ο Βυζάντιος, ο Χουρμούζης, ο Ραγκαβής, ο Αγγελος Βλάχος δημιούργησαν τις πρώτες καρικατούρες της ελληνικής μικροαστικής, αστικής αλλά και λαϊκής πινακοθήκης.
Θα μείνω σ’ ένα από τα κυρίαρχα θέματα της σατιρικής, πεζογραφικής και θεατρικής παραγωγής. Το επεξεργάστηκαν όλοι οι μετεπαναστατικοί σατιρικοί, ανάμεσά τους ο Σοφοκλής Καρύδης, δημοσιογράφος, θιασάρχης που τα μισά χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη φυλακή των Βαυαρών. Επίσης ο Σούτσος, λόγιος και σοφός, με ευρεία παιδεία που έφτανε να σκαρφαλώνει στους τοίχους των ανακτόρων και να τραγουδά επαναστατικά σατιρικά τραγούδια εναντίον του Οθωνα!
Ποια είναι αυτά τα κυρίαρχα θέματα; Η ανορθόδοξη και ανιστόρητη και ανερμάτιστη μεταπήδηση από τη λαϊκή ή μικροαστική τάξη και ηθική στη μεγαλοαστική και αριστοκρατική πλουτοκρατική.
Η «Κόρη του παντοπώλου» που ντρεπόταν να είναι κόρη μπακάλη είναι ερωτευμένη με μια «στολή» με σιρίτια χωρίς να υποπτεύεται πως ο φέρων ήταν ένας πειναλέος αθηναίος θυρωρός της γαλλικής πρεσβείας!!
Στο αριστούργημα του Ραγκαβή «Του κουτρούλη ο γάμος» η κόρη του μπακάλη, πάλι, είναι ερωτευμένη μ’ έναν νεαρό που ζει με λαθραία και δανεικά, αλλά συμπεριφέρεται σαν μεγαλοαστός, ενώ τη διεκδικεί ένας επαρχιώτης ματσωμένος κτηματίας. Ο πατέρας της επίδοξης νύφης απαξιοί η κόρη του να πάρει υποψήφιο, έστω, πολιτευτή, μακάρι και βουλευτή. Ετσι ο παραλής νησιώτης ψάχνει να βρει κάποιον να τον χρηματοδοτήσει για να πετύχει το προξενιό.
Αργότερα στο δραματικό ειδύλλιο, ο τσοπανάκος εγκατέλειψε την τσοπανοπούλα για την κόρη του τσέλιγκα και στο κωμειδύλλιο η υπηρέτρια Μαρούλα γίνεται μεγαλομοδίστρα των μεγαλοαστών ξεπουλώντας σε αρχαιοκάπηλους αρχαίο νόμισμα που είχε βρεθεί στο χωράφι της!
Οταν το θέατρό μας στις αρχές του 20ού αιώνα ανακάλυψε τον Ιψεν αλλά και τους μιμητές του ρεαλιστές κοινωνικούς κριτικούς, Γάλλους, Αγγλους, Γερμανούς, Ιταλούς, εστράφη σε ανάλογα θέματα. Ιδιαίτερα ο Ξενόπουλος, ο Χορν, ο Μπόγρης, ο Μελάς εστίασαν τα δράματά τους και τις κωμωδίες τους σ’ αυτή την ξεκούδουνη τάση της ταξικής διαπήδησης!
«Ο ποπολάρος», το «Φυντανάκι», το «Μια νύχτα, μια ζωή», η «Καινούργια ζωή» των Ξενόπουλου, Χορν, Μελά, Μπόγρη, κατά σειρά, είναι τέτοιας θεματικής έργα.
Οταν ο Ψαθάς μπήκε ώριμος στον στίβο της θεατρικής γραφής υπήρξε πλούσιο υλικό σατιρικής κοινωνικής κριτικής. Ο ίδιος ως Πόντιος γνώριζε πως οι ακμαίες μεγαλοαστικές παροικίες των Ελλήνων στο Πόντο είχαν σχεδόν προηγηθεί σε θεατρική μύηση των Ελλήνων της αθηναϊκής «αποικίας». Υπάρχει δράμα σε ποντιακή διάλεκτο («Το προξενιό») που προηγείται δραματουργικά του Ξενόπουλου.
Ο Ψαθάς λοιπόν, όταν προπολεμικά γράφει σε συνέχειες ως πεζό τη «Μαντάμ Σουσού», είναι συνειδητά μέσα στο θεατρικό παιχνίδι.
Η μεγαλομανής «ηρωίδα», μια πτωχοπρόδρομη του Μπύθουλα, της πιο υποβαθμισμένης γειτονιάς της πρωτεύουσας, μετά την εγκατάσταση στις παρυφές της των προσφύγων, έρχεται να παραταχθεί δίπλα σ’ ένα συνεχώς ανανεούμνο σατιρικά νούμερο της επιθεώρησης με τη Σμυρνιά, με τα γαλλικά της, το τσιγάρο της και τις μεγαλοαστικές της εμμονές. Εξάλλου η νουμερίστα που έπαιζε τη Σμυρνιά στην επιθεώρηση, η Μαρίκα Νέζερ, ήταν η πρώτη διδάξασα τη θεατρική Σουσού με Παναγιωτάκη τον μεγάλη Βεάκη. Τη Σουσού επίσης την έπαιξε και η σπουδαία Κατερίνα, πάντα με τον Βεάκη. Υπάρχει ως γνωστόν η θεατρική και η κινηματογραφική καριέρα της Σουσούς. Υστερα ακολούθησαν οι σύγχρονες εκδοχές με επίσης σπουδαίους ηθοποιούς. Φέτος το καλοκαίρι ύστερα από χειμερινή σημαντική καριέρα παίζεται η διασκευή της Δήμητρας Παπαδοπούλου, σε δραματουργική επεξεργασία Γιάννη Κακλέα.
Θα μπορούσε κάποιος να έχει αντιρρήσεις στο κατά πόσο σήμερα έχει ανταπόκριση αυτό το θέμα στο κοινό, ύστερα από τεκτονικές αναταράξεις του κοινωνικού μας ιστού.
Προσωπικά φοβάμαι πως τίποτα δεν έχει αλλάξει στην ουσία, απλώς οι ήρωες του Ψαθά έχουν αλλάξει κοστούμια. Ισως να έχουν τηλεόραση πλάσμα, κινητό, αυτοκίνητο, να σερφάρουν στο Διαδίκτυο και να συχνάζουν στα ξενυχτάδικα της παραλίας. Αλλά ο σουσουδισμός δεν άλλαξε. Απόδειξη είναι ο όρος που έγραψα πριν από λίγο: σουσουδισμός, που προήλθε από τη δημοφιλία του τύπου που έκανε γνωστό ο Ψαθάς.
Και Σουσούδες υπάρχουν εν αφθονία και Παναγιωτάκηδες και απατεώνες Κατακουζηνοί. Και όλοι αυτοί όπως παλιά ΨΗΦΙΖΟΥΝ!
Η Παπαδοπούλου, με τη γνωστή και συγγραφική της εμπειρία, διασκεύασε το κείμενο φέρνοντάς το στα ήθη της εποχής μας. Με τη θεατρική του προσαρμογή ο έμπειρος επίσης Κακλέας το απογείωσε.
Στου Παπάγου όπου είδα την παράσταση και ο σκηνικός χώρος του Παντελιδάκη και τα πολλά κοστούμια του Ν. Χαρλαύτη και της Σοφίας Νικολαΐδη και η μουσική της Μαρίζας Ρίζου και η κίνηση του επίσης έμπειρου Κοσμίδη έδωσαν την ευκαιρία σε μια πληθώρα ηθοποιών να παρουσιάσουν τύπους και χαρακτήρες της ελληνικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης με επιτυχία.
Η Δήμητρα Παπαδοπούλου ως γνωστόν είναι ηθοποιός με γκελ, αλλά με αξιόλογο μέτρο ακόμη κι όταν παίζει εξωφρενικούς τύπους με ακραίες συμπεριφορές, ο Τάσος Χαλκιάς (Παναγιωτάκης) έφερε στη σκηνή μια αξέχαστη παράδοση μεγάλων μαστόρων χωρίς να τους προδώσει. Είχε μια ταξική πικρία και μια θλίψη και μια αλληλεγγύη αξέχαστες. Ο Κώστας Σπυρόπουλος (Κατακουζηνός) έπαιξε με κλείσιμο του ματιού στο κοινό, με εξωστρέφεια και ταξικό κομπασμό που συμπλέει με τη γενιά των απατεώνων που έγραψε με κέφι ο Ψαθάς.
Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς θα αναφέρω τον Λαγούτη, τον Γεωργιάδη, τον Ψυχογιό, τον Χαλακατεβάκη.