Σε τι διαφέρουν οι σημερινές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας σε σχέση με πέρυσι; Το 2017 ήταν ένα έτος ομοιόμορφης οικονομικής άνθησης, οι ρυθμοί ανάπτυξης επιταχύνθηκαν στις ανεπτυγμένες οικονομίες και στις αναδυόμενες αγορές. Επιπλέον, παρά τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, ο πληθωρισμός ήταν σταθερός, αν όχι σε πτώση.
Η μεγαλύτερη ανάπτυξη, σε συνδυασμό με έναν χαμηλό πληθωρισμό, έκαναν τις ανορθόδοξες νομισματικές πολιτικές να παραμείνουν (ευρωζώνη) ή σταδιακά να αποσυρθούν (ΗΠΑ). Ο συνδυασμός μεγάλης ανάπτυξης, χαμηλού πληθωρισμού και εύκολου χρήματος μαρτυρούσε ότι δεν υπήρχε αστάθεια στην αγορά. Η απόδοση των κρατικών ομολόγων ήταν επίσης χαμηλή και οι επενδυτές αύξησαν την τιμή πολλών επενδυτικών αγαθών υψηλού κινδύνου.
Ενώ οι αμερικανικές και οι παγκόσμιες μετοχές είχαν υψηλή απόδοση, οι πολιτικοί και γεωπολιτικοί κίνδυνοι ήταν υπό έλεγχο. Αρχικά οι αγορές έδωσαν στον πρόεδρο Τραμπ το πλεονέκτημα της αμφιβολίας και οι επενδύτες ικανοποιήθηκαν με τις φορολογικές ελαφρύνσεις του και τις απορρυθμιστικές πολιτικές του. Πολλοί σχολίαζαν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα εποχή ανάπτυξης.
Σήμερα βλέπουμε μια πολύ διαφορετική εικόνα. Αν και η παγκόσμια οικονομία γνωρίζει ακόμα μια σχετική άνθηση, η ανάπτυξη δεν είναι ομοιόμορφη. Οι ρυθμοί ανάπτυξης στην ευρωζώνη, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιαπωνία και σε μερικές ευάλωτες αναδυόμενες αγορές επιβραδύνονται. Παρόλο που οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Κίνας ακόμα αναπτύσσονται, η οικονομική ανάπτυξη της πρώτης ωθείται από μια μη βιώσιμη δημοσιονομική τόνωση.
Ακόμα χειρότερα, η μεγάλη συμβολή της Αμερικής και της Κίνας στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας τώρα απειλείται από έναν κλιμακούμενο εμπορικό πόλεμο. Η κυβέρνηση του προέδρου Τραμπ επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές σιδήρου, αλουμινίου και σε διάφορα κινέζικα προϊόντα. Σκέφτεται επίσης να επιβάλει επιπλέον δασμούς στα εισαγόμενα αυτοκίνητα. Αυξάνεται έτσι ο κίνδυνος να ξεσπάσει ένας ολοκληρωτικός εμπορικός πόλεμος.
Εν τω μεταξύ στην Αμερική αυξάνεται ο πληθωρισμός, ενώ η προοπτική υψηλού πληθωρισμού έκανε την ΕΚΤ να αποφασίσει να βάλει σταδιακά τέλος στις ανορθόδοξες νομισματικές πολιτικές, κάτι που σημαίνει λιγότερες νομισματικές διευκολύνσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο συνδυασμός δυνατού δολαρίου, υψηλών επιτοκίων και λιγότερης ρευστότητας δεν είναι καλός για τις αναδυόμενες αγορές.
Ο Νουριέλ Ρουμπινί είναι διακεκριμένος οικονομολόγος και καθηγητής Οικονομικών στον Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης