Νομίζω ότι την Τρίτη το απόγευμα, μετά την κηδεία του, θα γυρίσει. Υπάρχει ένα σπάνιο και αχαρτογράφητο είδος ανθρώπων που σου δίνουν την εντύπωση ότι μόνο οι ίδιοι μπορούν να μιλήσουν για την κηδεία τους. Σε αυτό ανήκε ο Μάνος Ελευθερίου. Και είναι σαν να τον βλέπω. Με το λευκό, θερινό του κοστούμι, το πουκάμισο κουμπωμένο έως τον λαιμό και δυο – τρεις καρφιτσούλες στο πέτο. «Σαντακρούτα» έλεγε αναφερόμενος στο ύφασμα του κοστουμιού. Και το έλεγε πάντα. Μαζί με όλη την ιστορία για το πώς έφτασε σε αυτόν το ύφασμα από ένα μακρινό ταξίδι, σε ποιον έδωσε τα μέτρα που περίσσεψαν, τι, ακριβώς, είναι η σαντακρούτα. Ετσι θα έρθει να μας πει τα κουσέλια (τα κουτσομπολιά στη συριανή διάλεκτο) από την κηδεία του. Με εκείνο τον καταλυτικό, αδυσώπητο αυτοσαρκασμό του. Και με το καγχαστικό γέλιο του.
Θα φοράει το λευκό, θερινό του κοστούμι. Σαν να τριγυρίζει στα σοκάκια της Σύρου. Θα είναι, στην αρχή, δύσθυμος. Μετά θα μαλακώσει. Και θα αρχίσει να λέει τις ίδιες, μικρές, παρηγορητικές ιστορίες. Αυτές που καμωνόμασταν ότι τις ακούγαμε για πρώτη φορά. Κι ας ήταν η πεντηκοστή. Για τη γιαγιά που μούσκευε και έτρωγε το ξερό ψωμί ώστε να μη στερήσει φαγητό από την υπόλοιπη οικογένεια, για το κουτσό εργατάκι στα ταμπάκικα, για εκείνη τη μικρή που κλέφτηκε στα 15 της με έναν αξιωματικό.
Μετά μπορεί να βγούμε για φαγητό. Δεν θα βγάλει το σακάκι του λευκού του κοστουμιού, όση ζέστη κι αν κάνει. Οπου κι αν πάμε θα παραγγείλει μια μερίδα τυρί και λίγο ψωμάκι. Θα μελαγχολήσει, θα ξαναβρεί το κέφι του. Μπορεί να αναφερθεί στα ποσοστά που πήρε από τις μεταδόσεις των τραγουδιών του το περασμένο εξάμηνο. Διακόσια τριάντα τέσσερα ευρώ. Και όταν κάποιος τον ρωτήσει «Μα κάπου σας ξέρω. Θυμίστε μου τι δουλειά κάνετε», θα απαντήσει ως συνήθως: «Εχω κατάστημα εσωρούχων στην οδό Ερμού».