Ηταν μια ταινία που χάρισε στον σκηνοθέτη της τον Χρυσό Λέοντα του 1951, που άνοιξε διεθνείς ατραπούς για όλο το ιαπωνικό σινεμά, που έδωσε τον τίτλο της σε έναν επιστημολογικό όρο και πάνω από όλα άλλαξε τους κανόνες της παγκόσμιας κινηματογραφικής αφήγησης· κι όμως, το «Ρασομόν» του Ακίρα Κουροσάβα, μια ιστορία βιασμού και φόνου που αναπαρίσταται από τέσσερις αφερέγγυους αφηγητές, εξίσου ανίκανους, όπως και οι θεατές, να προσεγγίσουν την απόλυτη αλήθεια, δεν έστρεψε παρά λίγες μόνο φορές το ενδιαφέρον της μεγαλύτερης μερίδας του κοινού στον άνθρωπο που υπέγραψε το σενάριό του: ο Σινόμπου Χασιμότο, βασικός συνεργάτης του Κουροσάβα αλλά και σεναριογράφος ταινιών άλλων συμπατριωτών του, πέθανε προ ημερών σε ηλικία 100 ετών, χωρίς το έργο του να έχει αναγνωριστεί δεόντως από τους μη ειδικούς.
Χώρια που το «Ρασομόν» δεν ήταν το μόνο του επίτευγμα: ταινίες όπως οι «Επτά σαμουράι» (που οδήγησε στο «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» και σε ένα κινηματογραφικό υποείδος με αντροπαρέες σε δύσκολη αποστολή), «Ο θρόνος του αίματος» (μια διασκευή του σαιξπηρικού «Μάκβεθ»), αλλά και «Το μυστικό φρούριο» (βασική επιρροή του Τζορτζ Λούκας στη δημιουργία του «Πολέμου των Αστρων»), όλες σκηνοθετημένες από τον Κουροσάβα, φέρουν την υπογραφή του. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Ιάπωνας ασχολήθηκε με το σπορ σχεδόν συμπτωματικά: αφού εργάστηκε ως σιδηροδρομικός υπάλληλος, αφού στρατολογήθηκε αλλά σύντομα νοσηλεύτηκε λόγω φυματίωσης, βρέθηκε κλινήρης πλάι σε έναν σινεφίλ βετεράνο, αναγνώστη κινηματογραφικών περιοδικών. Διαβάζοντας στις σελίδες τους δείγματα σεναρίων, ο Χασιμότο ισχυρίστηκε ότι θα μπορούσε να γράψει καλύτερα. Ο βετεράνος τον προσγείωσε, ο Χασιμότο επέμεινε και χρόνια αργότερα συνάντησε τον διάσημο τότε Μανσάκο Ιτάμι, που τον συμβούλευσε να διασκευάσει ένα λογοτεχνικό έργο.
Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ. Ο πυρήνας του «Ρασομόν» βρέθηκε σε ένα διήγημα του Ριουνοσούκε Ακουταγκάβα, την ίδια περίπου περίοδο που ο Κουροσάβα ονειρευόταν μια ταινία αλλιώτικη από όσες είχε σκηνοθετήσει. Λέγεται ότι οι δύο άντρες συναντήθηκαν και συμφώνησαν στα βασικά μέσα σε λίγα λεπτά, αν και στις επόμενες, λιγότερο ή περισσότερο δημοφιλείς συνεργασίες τους (που εκτός από τους «Επτά σαμουράι» περιελάμβαναν και το «Ikiru» του 1952 ή το «I live in fear» του 1955) η μέθοδος που ακολουθήθηκε βασιζόταν κι εκείνη στη σεναριακή αλήθεια μιας πολυμελούς συγγραφικής ομάδας (με επίσης βασικό μέλος τον Χίντεο Ογκούνι), την οποία ο Χασιμότο θα περιέγραφε σαν «ανάμεικτη χορωδία». «Από τα συνεργατικά σενάρια δεν προκύπτουν εύκολα κλασικά αριστουργήματα», έλεγε κάποτε, μάλλον αναπάντεχα, «επειδή όμως υφίστανται πολλούς ελέγχους, τα κενά τους δεν περνούν απαρατήρητα». Πέραν του Κουροσάβα, πάντως, ο Χασιμότο έγραψε και το σενάριο για το «Χαρακίρι» του Μασάκο Κομπαγιάσι (1962), ενώ σκηνοθέτησε και τρεις μεγάλου μήκους ταινίες, με πιο αγαπητή το «I want to be a shellfish» (1958), για έναν φιλήσυχο κουρέα στη μεταπολεμική Ιαπωνία που κατηγορείται αδίκως από τους Συμμάχους ως εγκληματίας πολέμου.