άλλευκο σκηνικό, σαν βγαλμένο από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Χορός γυναικών ντυμένος επίσης στα λευκά, σαν καθολικές μοναχές ή νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού. Λευκά κουτιά που κρύβουν μυστικά και χρώματα –μαύρο κάρβουνο, κόκκινο του αίματος αλλά και νεκρούς. Ρυθμικοί ήχοι από τύμπανα: μια νεκρική πομπή εισάγει την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στη σκηνή. Η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, στη σκηνοθεσία του Θάνου Παπακωνσταντίνου, έκανε πρεμιέρα την περασμένη Παρασκευή στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Εργο της όψιμης περιόδου του Σοφοκλή, που πιθανότατα γράφηκε το 412 ή 411π.Χ., η «Ηλέκτρα» ανήκει στα κορυφαία της αρχαίας τραγωδίας, με την ηρωίδα να ζητά εκδίκηση για τον φόνο του Αγαμέμνονα και γι’ αυτό να αγωνιά για την επιστροφή του αδελφού της Ορέστη. Οι δυο τους μαζί σχεδιάζουνκαι εκτελούν τη δολοφονία της Κλυταμνήτρας και του Αίγισθου. Μίσος, εκδίκηση και θρήνος είναι τα συστατικά που χαρακτηρίζουν την «Ηλέκτρα», ένα έργο που διαθέτει μια από τις κορυφαίες στιγμές συγκίνησης του αρχαίου δράματος, τη σκηνή της αναγνώρισης.
Ο 35χρονος σκηνοθέτης από τη Λάρισσα που ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά στη Θεσσαλονίκη, στράφηκε τελικά στο θέατρο ξεκινώντας από την ερασιτεχνική ομάδα της πανεπιστημιακής του σχολής. Επειτα κατέβηκε στην Αθήνα, φοίτησε στο Εμπρός και πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με «Αμλετ», ερμηνεία και σκηνοθεσία. Η τελευταία του δουλειά, με αφετηρία την «Ορέστεια» του Αισχύλου και τον τίτλο «Carnage», ολοκληρώθηκε πέρυσι, ενώ ενδιαμέσως είναι ο ίδιος που υπέγραψε τόσο τον «Μάκβεθ» με τον Ακη Βλουτή (Από Μηχανής Θέατρο) όσο και την ενδιαφέρουσα «Μετατόπιση προς το ερυθρό» του Γιάννη Μαυριτσάκη (Φεστιβάλ Αθηνών).
Σαν εγκλωβισμένος σε σύμβολα και φόρμες, ο Θάνος Παπακωνσταντίνου αντιμετώπισε τη σοφόκλεια τραγωδία μέσα από ασύνδετα ή και αντιφατικά μεταξύ τους μονοπάτια. Σαν μια προσπάθεια συμπύκνωσης εννοιών και εμμονών, χωρίς πραγματική σχέση με το είδος και τον μύθο. Η αποτύπωση ενός «κλινικού Μεσαίωνα», όπως ο ίδιος τον αποκαλεί, σε συνδυασμό με την τηλεοπτική σειρά που αναφέρεται σε ένα δυστοπικό μέλλον και ακούει στον τίτλο «Handmaid’s Tale» (2016) έφερε ως σκηνικό αποτέλεσμα μια τελετουργία στερημένη από υποκριτικές εντάσεις. Παίζοντας με το άσπρο και το μαύρο, το φως και το σκοτάδι, παίζοντας με σχήματα και κύβους, εγκλωβίστηκε στη φόρμα, διδάσκοντας αντιστοίχως (δυστυχώς) και τους ηθοποιούς του. Ο λόγος του Γιώργου Χειμωνά, ηχηρός, παρέμεινε παρών στην παράσταση, μια παράσταση που αναλώθηκε σε κινήσεις, κύκλους, γραμμές και λοιπά γεωμετρικά σχήματα –γι’ αυτό και στερήθηκε συγκίνησης και ψυχικής έντασης.
Η Αλεξία Καλτσίκη εγκλωβίστηκε σε μια ερμηνεία που μίκρυνε το μέγεθος της ηρωίδας της –με ήχους και κραυγές. Πλάι της, ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος αναμετρήθηκε με τον Ορέστη και μετέφερε στοιχεία της εσωτερικότητάς του. Ο Νίκος Χατζόπουλος στον ρόλο του Παιδαγωγού συμπύκνωσε την τραγωδία. Ξεχώρισαν με την υποκριτική τους ποιότητα η Μαρία Ναυπλιώτου ως Κλυταιμνήστρα και ο Χρήστος Λούλης (στον σύντομο ρόλο του Αίγισθου), ωστόσο δεν μπόρεσαν να διασωθούν από το σκηνοθετικό πνεύμα της παράστασης –και πώς θα μπορούσαν άλλωστε.
Αν και τα τύμπανα λειτούργησαν ρυθμικά και ενορχήστρωσαν την έναρξη της παράστασης, η μουσική του Δημήτρη Σκύλλα καθόρισε τα Χορικά με τρόπο που τα απέσπασε από το σώμα της τραγωδίας. Σ’ αυτήν την «Ηλέκτρα» κάθε συστατικό της λειτουργούσε με διαφορετικό τρόπο. Η πιθανότητα να συγκλίνουν τόσες διαφορετικότητες ήταν μηδαμινή –και έτσι αποδείχτηκε.