Αδύνατη μνήμη
Τεσσαρακοστή τέταρτη επέτειος από την πτώση της χούντας σήμερα και το γεγονός αναμενόταν να εορτασθεί κατά τα ειωθότα στους κήπους του Προεδρικού Μεγάρου. Και γράφω «αναμενόταν» γιατί την ώρα που έκλεινα τη σελίδα, η κόλαση φωτιάς στην Αττική ήταν σε εξέλιξη και οι πληροφορίες που λάμβανα έκαναν λόγο για πιθανή αναβολή της δεξίωσης λόγω της πρωτοφανούς τραγωδίας.
Εάν πάντως τελεστεί κανονικά το ενδιαφέρον θα στραφεί προφανώς στη μικρή ομήγυρη που θα συγκεντρώσει γύρω του ο Πρόεδρος Προκόπης. Θα είναι οι πολιτικοί αρχηγοί και όλοι οι υπόλοιποι θα κοιτούν ποιος θα μιλήσει με ποιον, αν θα ανταλλάξουν και καμιά κουβέντα, εκτός από χειραψίες, ο Πρωθυπουργός με τον Μητσοτάκη, πόσο εγκάρδιος θα είναι ο Πρωθυπουργός με τον Σταύρο (Θεοδωράκη) και πόσο… κρύος με τον Καμμένο – και άλλα τέτοια ανούσια.
Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια, για μια επέτειο η οποία σε πολλούς εξ ημών και υμών λέει πολλά και διάφορα, αλλά στις νεότερες γενιές απολύτως τίποτε. Η συλλογική μνήμη αδυνατίζει με το πέρασμα του χρόνου και αυτός είναι ο λόγος που η Ακροδεξιά στην Ελλάδα αναπτύσσεται σε γόνιμο έδαφος ενώ κανονικά έπρεπε να είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι ευθύνονται οι πολιτικές δυνάμεις και ειδικά τα κόμματα εξουσίας που αδυνάτισε η συλλογική μνήμη και η χούντα να είναι ένα μακρινό, κακό, όνειρο. Δεν θα διαφωνήσω. Οι ευθύνες του πολιτικού προσωπικού για την απαξίωση των θεσμών είναι δεδομένες. Ομως ευθύνες και μάλιστα σοβαρές έχουμε και εμείς όλοι που δεν προστατεύσαμε τη δημοκρατία από τους εχθρούς της…
Τα γεγονότα
Δεχθήκαμε για παράδειγμα, αδιαμαρτύρητα, ως επέτειο πτώσης της χούντας την 24η Ιουλίου και τη γιορτάζουμε ενώ στην πραγματικότητα αυτό συνέβη μία ημέρα πριν, στις 23 Ιουλίου. Για να θυμούνται οι παλαιότεροι, και κυρίως να μαθαίνουν οι νεότεροι, λέω να κάνω μια σύντομη αναδρομή στα γεγονότα.
Το πρωί της Τρίτης 23 Ιουλίου 1974 λοιπόν και ενώ στην Κύπρο εξελισσόταν η εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων του Αττίλα με βαρύτατες απώλειες για την ελληνοκυπριακη πλευρά, ο χουντικός αρχηγός ΓΕΕΘΑ ονόματι Μπονάνος σε σύσκεψη υπό τον χουντοπρόεδρο της «Δημοκρατίας» στρατηγό Γκιζίκη και με τη συμμετοχή των αρχηγών των τριών Οπλων έθεσαν θέμα ανάθεσης της διακυβέρνησης της χώρας στους πολιτικούς. Ο Γκιζίκης από την πλευρά του κάλεσε τον δικτάτορα Ιωαννίδη και του ανακοίνωσε την απόφαση των στρατηγών, χωρίς ο τελευταίος να προβάλει αντίσταση.
Μερικές ώρες αργότερα, στις 2 το μεσημέρι, κλήθηκαν σε σύσκεψη υπό τον Γκιζίκη πολιτικοί όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος της ΕΡΕ, ο Γεώργιος Μαύρος της «Ενώσεως Κέντρου», και γνωστές προσωπικότητες όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Ξενοφών Ζολώτας, ο Σπύρος Μαρκεζίνης κ.ά. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης αποφασίστηκε να αναλάβει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας, την οποία θα παρουσίαζε το βράδυ της ίδιας ημέρας, ώστε να ορκισθεί και να αναλάβει τις τύχες της χώρας, δεδομένου του κενού εξουσίας που είχε δημιουργηθεί.
Η είδηση κυκλοφόρησε ταχύτατα ανάμεσα στους πολίτες και χιλιάδες άνθρωποι άρχισαν να συρρέουν στην Πλατεία Συντάγματος κρατώντας σημαίες και φωνάζοντας συνθήματα, πανηγυρίζοντες την πτώση της χούντας…
Η κατάρρευση
Με τον στρατό στους στρατώνες και τα σώματα ασφαλείας να παραμένουν αναγκαστικά αδρανή μπροστά στη λαοθάλασσα, η κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών ήταν πλέον γεγονός.
Και τότε συνέβη το ιστορικό παράδοξο, στο οποίο οφείλεται και η κατά μία ημέρα μετάθεση της επετείου: ο Ευάγγελος Αβέρωφ, με τους ισχυρούς όσο και ανεξιχνίαστους δεσμούς με τον ξένο παράγοντα, αποφάσισε με δική του (;) πρωτοβουλία να τηλεφωνήσει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που ζούσε από δεκαετίας και πλέον αυτοεξόριστος στο Παρίσι, και να τον καλέσει να επιστρέψει. Ο Καραμανλής αποδέχθηκε την πρόταση, η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης αφαιρέθηκε από τον Κανελλόπουλο και στις 2 τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου ο Καραμανλής επέστρεψε στην Ελλάδα. Ορκίστηκε πρωθυπουργός λίγο αργότερα στις 4 τα ξημερώματα. Και ματαιόδοξος όπως ήταν, καθιέρωσε ως επέτειο αποκατάστασης της Δημοκρατίας την ημερομηνία που εκείνος ήρθε στην Αθήνα. Αλλά η χούντα είχε πέσει μία μέρα νωρίτερα. Και πολλοί διατείνονται ότι αν δεν είχε συγκεντρωθεί το πλήθος του κόσμου στην Πλατεία Συντάγματος πιθανόν ο δικτάτορας Ιωαννίδης να είχε επιχειρήσει την ανακατάληψη της εξουσίας…
Αυτή είναι η αλήθεια της σημερινής επετείου και εννοείται ότι διαψεύσεις δεν θα δεχθώ. Τα έζησα, πιτσιρίκος. Γιατί ήμουν κι εγώ εκεί. Στην Πλατεία…
Η κότα και η απορία
Το ξέρω ότι ενδέχεται η στήλη να αντιμετωπισθεί ως «ρετρό» σήμερα, αλλά δεν μπορώ να αφήσω ασχολίαστο το γεγονός της –ελέω υπουργού Κοτζιά –επανεισαγωγής στον δημόσιο διάλογο της «κότας», περίπου… εξήντα χρόνια έπειτα από ένα αντίστοιχο, καταπληκτικό γεγονός που συνέβη στο… Ηρώδειο.
Το 1959 λοιπόν στο Ηρώδειο παρουσιάστηκαν οι «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Ηταν μια πρωτοποριακή παράσταση, η οποία έμελλε να μείνει στην Ιστορία διότι έκανε μια αυθαίρετη μεταφορά του έργου του Αριστοφάνη στο «σήμερα» (ήτοι στην εποχή που παίχθηκε το έργο).
Το αποτέλεσμα ήταν να διχαστεί το κοινό του Ηρωδείου, καθώς η μεταφορά της αθυροστομίας του Αριστοφάνη στην καθομιλουμένη, σε συνδυασμό με ορισμένα «ευρήματα» του σκηνοθέτη όπως ένας παπάς με ράσο, αντιμετωπίστηκε με αμφίσημο τρόπο. Παρών στην παράσταση ήταν και ο τότε υπουργός Προεδρίας (και αργότερα Πρόεδρος της Δημοκρατίας) Κωνσταντίνος Τσάτσος. Ο Τσάτσος πήρε το μέρος των αντιδρώντων στο νεωτερική προσέγγιση των «Ορνίθων» και την επομένη, με υπουργική απόφαση, απαγόρευσε την παράσταση, πετώντας έξω από το Ηρώδειο το Θέατρο Τέχνης.
Η υπουργική λογοκρισία προκάλεσε πολιτική θύελλα και πλήθος επικριτικών σχολίων στον Τύπο. Και ο κορυφαίος σκιτσογράφος της εποχής Φωκίων Δημητριάδης άρχισε να απεικονίζει τον Τσάτσο με μια κότα στο πλάι του, στον ώμο του κ.λπ. Ο αστικός μύθος υποστηρίζει ότι σε μια δεξίωση ο Τσάτσος απηυδισμένος ρώτησε τον Δημητριάδη γιατί τον απεικονίζει πάντοτε με την κότα. Και ο Δημητριάδης φέρεται ότι του απάντησε: «Κύριε υπουργέ, το ίδιο ακριβώς με ρωτάει και η κότα αλλά δεν ξέρω τι να απαντήσω».
Δεν την κόβει λέω εγώ την «κότα» ο Κοτζιάς εγκαίρως, μη βρεθεί και γι’ αυτόν κάποιος «Δημητριάδης»;
Καψώνια στους τουρίστες
Πραγματικά ξεπερνάει και την πιο ευφάνταστη… φαντασία αυτό που συνέβη με την Ακρόπολη αυτές τις ημέρες, με αφορμή λέει τον καύσωνα –στην πραγματικότητα όμως λόγω της αδυναμίας του υπουργείου Πολιτισμού να κόψει μια και καλή τον γόρδιο δεσμό με τη φύλαξη των αρχαιολογικών χώρων της χώρας. Εκλεισαν το μεσημέρι την Ακρόπολη, έγινε χαμός με τους τουρίστες που μαζεύτηκαν απέξω και βρήκαν τις πόρτες κλειστές και την άνοιξαν το απόγευμα για ένα τρίωρο. Που είχε δροσίσει. Γιατί προφανώς αυτοί που πήραν την απόφαση να την κλείσουν δεν σκέφτονταν τους τουρίστες, αλλά τους αρχαιοφύλακες!
Ομως, όταν ο άλλος έχει έρθει στην Αθήνα από τα πέρατα του κόσμου για να προσκυνήσει στον Ιερό Βράχο και έχει πληρώσει ένα σκασμό λεφτά, είναι τρελό να του λες, ξέρεις, την έχουμε κλείσει την Ακρόπολη γιατί κάνει ζέστη. Τρελό, εξωφρενικό και απαράδεκτο. Διότι αυτός θα φύγει σήμερα, θα επιστρέψει στην πατρίδα του και το πρώτο που θα πει στους φίλους του είναι ότι πήγα στην Ακρόπολη, αλλά δεν μπόρεσα να ανέβω γιατί οι Ελληνες την είχαν κλειστή, δεν ξέρω για ποιους λόγους.
Επειδή λοιπόν το πράγμα με τη φύλαξη των αρχαιολογικών χώρων έχει εξελιχθεί στην απόλυτη ανοησία, είναι πιστεύω η ευκαιρία πια με αφορμή τα όσα συνέβησαν στην Ακρόπολη να τελειώνει το υπουργείο μια και καλή με το πρόβλημα. Τώρα!