Οταν το 1957 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η προκάτοχος της ΕΕ, η κύρια ιδέα πίσω από τη δημιουργία της ήταν ότι η οικονομική ολοκλήρωση θα προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη, θα ενισχύσει τη δημοκρατία και θα εξορκίσει το βίαιο παρελθόν της Ευρώπης. Με άλλα λόγια, ο στόχος αυτού του μεταπολεμικού πρότζεκτ ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν να βάλει τέλος στον εθνικισμό, τον λαϊκισμό και τον απολυταρχισμό.
Ωστόσο, η σύγχυση που προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση και τα μέτρα λιτότητας που ακολούθησαν υπονόμευσαν τις θεμελιώδεις υποσχέσεις της ΕΕ και άνοιξαν τον δρόμο για την επιστροφή τοξικών ιδεολογιών. Αν είναι να επιβιώσει η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, τότε η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο αφήγημα.
Η αναβίωση του λαϊκισμού αναμφίβολα οφείλεται εν μέρει στην ανωνυμία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ η οποία έρχεται σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς φορείς παροχής κοινωνικής πρόνοιας του κράτους. Για αυτόν τον λόγο οι πολιτικοί ιθύνοντες της ΕΕ θα έπρεπε να υιοθετήσουν κοινωνικά υπεύθυνες πρωτοβουλίες που να προάγουν την αναδιανομή του πλούτου, την κοινωνική πρόνοια και τα δικαιώματα των εργατών.
Αλλά μια καλύτερη κοινωνικοοικονομική συμφωνία για τους ευρωπαίους πολίτες δεν μπορεί από μόνη της να αποτρέψει την κατάρρευση της Ενωσης. Οι κοινωνικοί δεσμοί αντέχουν την οικονομική πίεση, αλλά διαλύονται όταν οι κοινές αξίες καταπατούνται και η αίσθηση της συλλογικότητας χάνεται. Οι σημερινές αποτυχίες δεν έχουν να κάνουν τόσο με τις οικονομικές δυσκολίες όσο με τη συλλογική ανικανότητά μας να δημιουργήσουμε αυτό που ο Τσόρτσιλ αποκαλούσε «ευρωπαϊκή οικογένεια», η οποία θα συνδέεται από τον πατριωτισμό και την κοινή υπηκοότητα.
Η διεύρυνση της ΕΕ μετά τον Ψυχρό Πόλεμο υποτίθεται ότι θα παγίωνε τις κοινές αξίες του ευρωπαϊκού μπλοκ. Ομως με τους λαϊκιστές πολιτικούς να αποκτούν δύναμη στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, η διεύρυνση τώρα απειλεί την ίδια την ύπαρξη του μπλοκ.
Ο Σλόμο Μπεν-Αμί είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ