Μιλώντας σήμερα ο πρωθυπουργός υποστήριξε ότι ζούμε «ώρες μάχης, ενότητας, θάρρους και πάνω από όλα αλληλεγγύης». Δεν παρέλειψε, όμως, να υπογραμμίσει ότι «τίποτα δε θα μείνει χωρίς απαντήσεις».
Μόνο που απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να αρχίσουν να δίνονται από τώρα, όπως και κάποιοι να αναλαμβάνουν την ευθύνη.
Γιατί όσο σημαντικό είναι όντως αυτή τη στιγμή με αλληλεγγύη και ενότητα να σταθούμε στο πλάι όσων έχουν ανάγκη, άλλο τόσο σημαντικό είναι να δούμε πώς ακριβώς φτάσαμε στην τραγωδία. Για να μην επαναληφθεί.
Υπάρχουν σχέδια πολιτικής προστασίας;
Πριν από λίγους μήνες είχαμε 23 νεκρούς από την πλημμύρα στη Μάνδρα. Και τότε ο συνδυασμός ήταν ανάμεσα σε ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο και συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών που είχαν να κάνουν με την άναρχη δόμηση, το μπάζωμα ρεμάτων, τις πολεοδομικές παραβάσεις, την καθυστέρηση στην υλοποίηση υπερεπειγόντων σχεδίων αντιπλημμυρικής προστασίας.
Κανένα σχέδιο
Όμως και τότε αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για το πώς θα μπορούσε μια καταστροφή να εξελιχθεί σε μια τραγωδία.
Φέτος, είχαμε μια ανείπωτη τραγωδία τις πρώτες πραγματικά επικίνδυνες μέρες για την εκδήλωση πυρκαγιάς. Προφανώς και ισχύει και εδώ ότι πίσω από την τραγωδία υπάρχουν προβλήματα και ελλείμματα σχεδιασμού με βάθος δεκαετιών που οδήγησαν στο να έχουμε μια δασική περιοχή, ευάλωτη στις πυρκαγιές που ήταν ταυτόχρονα και πυκνοκατοικημένη.
Προφανώς και κανείς δεν περίμενε ως δια μαγείας όλα αυτά να άλλαζαν. Ούτε τα σπίτια μπορούσαν να μετακινηθούν από εκεί που χτίστηκαν, ακόμη και εάν κακώς χτίστηκαν, ούτε δρόμοι να ανοιχτούν καλύτεροι, γιατί πια η περιοχή είναι δομημένη, ούτε να ανοιχτούν ζώνες αντιπυρικής προστασίας εκεί όπου υπήρχαν πλέον οικόπεδα και σπίτια.
Όμως, σε μια περιοχή που έχει δει πολλές φορές πυρκαγιές σε κοντινή περιοχή, το να μην υπάρχει ένας στοιχειώδης σχεδιασμός για το πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μια όντως δύσκολη περίπτωση και τουλάχιστον να μειωθούν οι απώλειες ζωών, είναι πρόβλημα.
Από την τραγική εμπειρία της Ηλείας αλλά και από διεθνή παραδείγματα, όπως αυτό της Πορτογαλίας, ξέρουμε ότι υπάρχει ο κίνδυνος να εγκλωβιστούν άνθρωποι από πυρκαγιές που κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα από ό,τι πεζών ανθρώπων και κατακαίνε τα πάντα στο πέρασμα τους. Έχουν υπάρξει σχέδια για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τέτοιες πυρκαγιές, όταν απειλούν να μπουν σε κατοικημένες περιοχές και δη σε περιοχές που έχουν ταυτόχρονα πυκνή δόμηση, στενούς δρόμους και δασική βλάστηση με ιδιαίτερα εύφλεκτα χαρακτηριστικά;
Πρόσφατες εξελίξεις όπως η εκ νέου αλλαγή του αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος και γενικά η «βουτιά» στην ιεραρχία, εκτιμήθηκε εάν θα είχε επιπτώσεις ως προς τον επιχειρησιακό σχεδιασμό μπροστά στην καλοκαιρινή μάχη; Τα ζητήματα εξοπλισμού και ελλείψεων που καταγγέλλονταν σταθερά από τους ίδιους τους ανθρώπους του ΠΣ που έδωσαν με αυταπάρνηση τον καλύτερό τους εαυτό, σε ποιο βαθμό εισακούστηκαν.
Μετά τη Μαραθώνος
Για την Αττική υπήρξε ένα σχέδιο για το τι θα συνέβαινε εάν μια πυρκαγιά περνούσε το όριο της Λεωφόρου Μαραθώνος, είτε ως προς την πυρόσβεση, είτε ως προς την αποφυγή απωλειών, με δεδομένου ότι πια εκεί δεν μιλάμε για δάσος αλλά για κατοικημένη περιοχή;
Έπειτα υπάρχουν τα συνολικότερα ζητήματα ως προς την προετοιμασία των κατοίκων. Για παράδειγμα, ζώντας με τους σεισμούς μαθαίνουμε στα παιδιά από μικρά στα σχολεία τις πρώτες αντιδράσεις σε μια περίπτωση σεισμού. Για περιοχές τέτοιας επικινδυνότητας αλλά και συνολικά για τον ελλαδικό χώρο, ποια εκπαίδευση υπάρχει του πληθυσμού στην αντιμετώπιση ενός τέτοιου ενδεχόμενου;
Είναι αλήθεια ότι η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας δίνει συγκεκριμένες οδηγίες που στηρίζονται στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, στα μέτρα ώστε να περιοριστεί η επίπτωση της φωτιάς και στην αποφυγή της προσπάθειας αποχώρησης με αυτοκίνητο, που όντως κρύβει περισσότερους κινδύνους από την παραμονή σε κτιστό σπίτι. Σε ποιο βαθμό ελέγχεται ότι αυτές οι οδηγίες αποτελούν κτήμα κατοίκων και παραθεριστών;
Εξετάστηκε το ενδεχόμενο μαζικής απομάκρυνσης;
Το ερώτημα της απομάκρυνσης των κατοίκων όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν σε ποιο βαθμό είχε εξεταστεί; Ενώ η εκκένωση χώρων που έχουν πάντα ενεργά τέτοια σχέδια, όπως οι κατασκηνώσεις, έγινε γρήγορα έγκαιρα και με ασφάλεια, ποιες ήταν οι οδηγίες γι για τους κατοίκους ώστε να μην εγκλωβιστούν; Ξέρουμε ότι η πάγια αρχή είναι ότι άναρχη φυγή από μια περιοχή εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους από την παραμονή εντός κτιστών οικιών, αλλά για το οριακό ενδεχόμενο υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες;
Το φετινό «Σχέδιο δράσεων Πολιτικής Προστασίας για την αντιμετώπιση κινδύνων λόγω δασικών πυρκαγιών» δίνει μεγαλύτερη έμφαση και είναι πιο αναλυτικό ως το πώς θα μπορούσε να γίνει οργανωμένη απομάκρυνση κατοίκων.
Υπήρξαν συγκεκριμένα σχέδια σε όλα τα επίπεδα από την κεντρική κυβέρνηση, στην Περιφέρεια, στους δήμους και σε ποιο βαθμό εφαρμόστηκαν;
Εκτιμήθηκε η κλιμάκωση της επικινδυνότητας;
Κατά τη διάρκεια της χτεσινής ημέρας εξετάστηκε το ενδεχόμενο να ανέβει ακόμη περισσότερο ο συναγερμός ως προς τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Στις 22 Ιουλίου, μία μέρα πριν, όντως δόθηκε ανακοίνωση για πολύ υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς (Επίπεδο 4).
Μέσα στη διάρκεια της ημέρα και με την πυρκαγιά στην Κινέττα σε συνδυασμό με τις καιρικές συνθήκες γιατί δεν εξετάστηκε το ενδεχόμενο να ανέβει το επίπεδο συναγερμός στο ανώτατο επίπεδο (επίπεδο 5); Η περιγραφή που δίνεται για το ανώτατο επίπεδο συναγερμού είναι η ακόλουθη:
«Ο αριθμός των πυρκαγιών που αναμένεται να εκδηλωθούν, πιθανόν να είναι πολύ μεγάλος. Όλες οι πυρκαγιές που ενδέχεται να εκδηλωθούν, μπορεί να λάβουν γρήγορα μεγάλες διαστάσεις και να αναπτύξουν ακραία συμπεριφορά αμέσως μετά την εκδήλωσή τους. Η δυσκολία ελέγχου αναμένεται να είναι πολύ μεγάλη μέχρι να μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύσσονται οι πυρκαγιές».
Μήπως εάν έστω και την τελευταία στιγμή, λίγο πριν ξεσπάσει η φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη, είχε ανέβει ο συναγερμός, υπήρχε έστω μια μεγαλύτερη ενεργοποίηση και ταχύτερα αντανακλαστικά;
Η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ποτέ το μέγεθος του προβλήματος;
Έπειτα, υπάρχει το θέμα ότι ενώ είχε ξεκινήσει η πιο επικίνδυνη μέρα για την εκδήλωση πυρκαγιών στη φετινή χρονιά, η κυβέρνηση δεν ήταν σε επιφυλακή. Δεν ήταν μόνο η απουσία του πρωθυπουργού, είναι και η διάχυτη αίσθηση ότι για αρκετές ώρες δεν υπήρξε το αντανακλαστικό ενεργοποίησης που αναλογεί σε μια τέτοια μέρα.
Ακόμη χειρότερα, ξεκινώντας από τα tweet του πρωθυπουργού και μέχρι τη σύσκεψη στο Κέντρο Επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος η κυβέρνηση φάνηκε να θέλει να διαχειριστεί το ζήτημα κυρίως επικοινωνιακά, κατά βάση παρουσιάζοντάς ως μια καταστροφή πέραν των δυνατοτήτων αντιμετώπισης και με υπόνοιες για δολιοφθορά ή τρομοκρατική πρακτική μέσω της αναφοράς σε «ασύμμετρο φαινόμενο».
Το ερώτημα είναι εάν πέραν όλων αυτών, υπήρξε κάποιο πραγματικό σχέδιο για τον καλύτερο συντονισμό, εξετάστηκαν λύσεις, σταθμίστηκαν ενδεχόμενα, ιδίως από όταν είχε πολύ σαφές ότι η ταχύτητα εξάπλωσης και η περιοχή που πληττόταν ανέβαζε το ενδεχόμενο να υπάρχουν θύματα και ήδη υπήρχαν οι άνθρωποι που είχαν κατέβει στις παραλίες για να σωθούν;
Ή μήπως εξαρχής υπήρξε η επίγνωση ότι πάμε για τραγικές καταστάσεις και απλώς ενεργοποιήθηκε ένας μηχανισμός επικοινωνιακής διαχείρισης;
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα πρέπει να δοθούν έγκαιρα και έγκυρα απαντήσεις. Δεν πρόκειται για μικροπολιτική αντιπαράθεση, αλλά για την ανάγκη να μην επαναλαμβάνονται τραγωδίες που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.