Οι γραμμές αυτές γράφονται εν θερμώ, υπό την επήρεια των πρόσφατων τραγικών γεγονότων, αλλά ταυτόχρονα βασίζονται σε εκτιμήσεις που χρόνια τώρα εκπορεύονται από σοβαρούς μελετητές του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών. Μάταιες εκτιμήσεις, αφού εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν και κανείς από τους εμπλεκομένους, ήτοι κράτος, πολιτικό σύστημα, ιδιοκτήτες γης, αγρότες ή βοσκοί, αρμόδιες υπηρεσίες, δεν αναλαμβάνει το βαρύ κόστος που του αναλογεί. Πάνω στη βράση βρίσκουν την ευκαιρία να προβληθούν συντεχνιακά αιτήματα ή και ύποπτα συμφέροντα που καταγγέλλουν π.χ. την «έλλειψη δασικών δρόμων και αντιπυρικών λωρίδων». Επειτα από λίγες εβδομάδες τα τραγικά γεγονότα λησμονούνται και όταν ο καιρός ψυχράνει τα θερινά πάθη έχουν χαθεί, μέχρι την επόμενη καλοκαιρινή συμφορά. Οι αμαρτίες του 2007 με δεκάδες νεκρούς και απέραντες καταστροφές δεν έχουν τιμωρηθεί ούτε ποινικά ούτε πολιτικά.

Στην Ελλάδα, καίγονται κυρίως εύφλεκτα πευκοδάση, τα οποία εν μέρει αναγεννώνται σε λίγα χρόνια, αλλά δεν αποφεύγονται πάντα οι οικολογικές συνέπειες, όπως διάβρωση και ερημοποίηση των εδαφών. Οταν όμως μέσα ή κοντά στα δάση υπάρχουν κατοικίες, ο κίνδυνος απώλειας ζωών είναι αυταπόδεικτος. Στις εκτάσεις αυτές μπορεί να ευδοκιμήσει και μια διαφορετική βλάστηση, με βελανιδιές, χαρουπιές και άλλα λιγότερο εύφλεκτα δένδρα. Με κατάλληλη προεργασία και περιποίηση, μια ακριβότερη αλλά πιο σωστή αναδάσωση θα τα αξιοποιούσε ώστε τα πεύκα να μένουν κατά το δυνατόν μεμονωμένα, άρα λιγότερο επικίνδυνα από τους εκτεταμένους αμιγείς πευκώνες. Αφού κατοικείται η περιαστική ύπαιθρος, οφείλουμε να διαμορφώσουμε ένα κατάλληλο, λιγότερο πυρόφιλο, φυσικό περιβάλλον.

Οι εμπρησμοί δεν αποσκοπούν πάντα στην οικοπεδοποίηση, ήταν παραδοσιακός τρόπος δημιουργίας νέων βοσκοτόπων. Η καταπολέμηση των εμπρησμών απαιτεί μέτρα ιδιαίτερα δύσκολα, όπως αυστηρή εφαρμογή των απαγορεύσεων βόσκησης στις καμένες εκτάσεις και κατεδάφιση των αυθαιρέτων. Οι άπειρες ενστάσεις στην εφαρμογή του Δασολογίου είναι ενδεικτικές του αντίστοιχου πολιτικού κόστους, ενώ η έλλειψη ευελιξίας της δασικής νομοθεσίας επιτείνει τα αδιέξοδα.

Το τόσο φιλικό κλίμα των μεσογειακών περιοχών εγκυμονεί τεράστιο φυσικό κίνδυνο, αφού πολλές πυρκαγιές οφείλονται και σε αυταναφλέξεις, αμέλειες κ.λπ. Κανένας μηχανισμός πρόληψης ή καταστολής δεν θα απαλλάξει τελείως τα πευκοδάση από τη φωτιά. Χρειάζεται όμως να προστατεύονται οι ζωές και η φύση με ένα αποτελεσματικό σύστημα πυρόσβεσης, όπου η έμφαση δεν θα δίνεται στην αυταπάρνηση, αλλά στη γνώση του δασικού συστήματος, της βλάστησης και της τοπογραφίας, στη συστηματική παρακολούθηση, σε ειδικές μέθοδους όπως το αντιπύρ αντί του κατά μέτωπον «ηρωικού» αγώνα κ.λπ. Η Πυροσβεστική έχει ικανότητες και αδυναμίες, αντίστοιχα και η Δασική Υπηρεσία, μόνο η στενή συνεργασία τους μπορεί να αποδώσει. Ωστόσο, η δασική πυρκαγιά αντιστοιχεί σε κατάσταση πολέμου, χρειάζεται στρατηγικό σχέδιο και στρατηγό. Δεν είναι βέβαιο ότι διατίθενται. Οταν η αξιοκρατία δεν αποτελεί τον γνώμονα για τις τοποθετήσεις ανώτερων στελεχών, όταν η άψογη οργάνωση δεν αποτελεί προτεραιότητα, όταν ο φατριασμός συντεχνιών και ευνοουμένων υποκαθιστά τις ορθολογικές αποφάσεις, τότε το κράτος γίνεται ανίκανο και η ασφάλεια πολιτών και οικοσυστημάτων διατρέχει το μέγιστο κίνδυνο.

Ο Κίμων Χατζημπίρος είναι καθηγητής ΕΜΠ