Κάθε δρόμος έχει τις δικές του ιστορίες φρίκης. Τις μαρτυρούν οι χαμηλόφωνες κουβέντες των κατοίκων για το «καυτό κατακόκκινο θηρίο» που σάρωσε δεκάδες ανθρώπινες ζωές και περιουσίες στον οικισμό Μάτι, το σπάσιμο στη φωνή τους, ο λυγμός και τα υγρά βλέμματά τους. Στα μεταξύ τους λόγια μπλέκονται (σαν να γίνονται ένα ξαφνικά) ο θρήνος για τους νεκρούς της πύρινης κόλασης, η ανακούφιση για όσους τα κατάφεραν αλλά και η αγωνία: «Πάει η μάνα… Κάηκε μονάχη. Την βρήκαμε απανθρακωμένη», «γλίτωσαν ευτυχώς τα παιδιά του Παύλου», «είναι ζωντανή η κυρά Σοφία;».
Φαίνεται πως στις συνομιλίες των κατοίκων η τραγωδία της Ανατολικής Αττικής λαμβάνει τις αληθινές διαστάσεις της. Γιατί μόνο σε αυτές οι νεκροί, οι διασωθέντες και οι αγνοούμενοι έχουν ονοματεπώνυμα και οι αναμνήσεις είναι πολύ συγκεκριμένες. Ολα αυτά σε ένα θλιβερό μαύρο φόντο: έξω από το σπίτι της οδού Χρυσανθέμων όπου χθες το πρωί εκτυλίχθηκαν δραματικές στιγμές όταν εντοπίστηκε απανθρακωμένη η ηλικιωμένη ένοικος, ή στην πιλοτή πολυκατοικίας στην οδό Κυανής Ακτής όπου παραμένει το κουφάρι ενός ζώου (πιθανότατα της Πηνελόπης, της αδέσποτης μασκότ της περιοχής) ή στην αυλή με τα τρία καμένα παιδικά ποδήλατα (στο ένα διακρίνεται αχνά το ροζ χρώμα του) στη διαλυμένη μονοκατοικία επί της οδού Περικλέους και σχεδόν σε κάθε γωνιά των λεηλατημένων από τις φλόγες οικισμών της Ανατολικής Αττικής Μάτι και Κόκκινο Λιμανάκι.
«ΜΑΣ ΚΥΝΗΓΟΥΣΑΝ ΟΙ ΦΛΟΓΕΣ». Είναι όσα κατέγραψαν «ΤΑ ΝΕΑ» στο χθεσινό οδοιπορικό τους: ανθρώπους που παραμένουν σε κατάσταση σοκ καθώς και τις συγκλονιστικές μαρτυρίες τους όχι μόνο για όσα έζησαν αλλά και όσα έρχονται. «Σαν θηρίο ήρθε αστραπιαία πάνω από τα κεφάλια μας. Καυτό και κατακόκκινο. Πρώτα είδαμε τους καπνούς να έρχονται από τον Βουτζά και λίγα λεπτά μετά οι φλόγες. Απλώθηκαν παντού! Κοιτάξαμε πάνω και ήταν όλα κόκκινα. Μας κυνηγούσαν οι φλόγες» περιέγραψε η Ελισάβετ Οντζα, που γλίτωσε στο παρά πέντε από την πύρινη λαίλαπα, μαζί με τους δύο ανήλικους γιους της και τον σύζυγο της Εντι. Το αλβανικής καταγωγής ζευγάρι βρέθηκε στο Μάτι για το μεροκάματο, πριν από περίπου έναν χρόνο. «Εδιωξα τη γυναίκα μου και τα παιδιά προς τη θάλασσα και εγώ έμεινα πίσω για να βοηθήσω γείτονες. Αν καθυστερούσα έστω και δύο λεπτά να φύγω από την πιλοτή θα καιγόμουν ζωντανός. Και τώρα; Καμένο το σπίτι και όλα τα πράγματά μας. Εμεινα με μια βερμούδα, ένα μπλουζάκι και την ταυτότητά μου», είπε ο Εντι.
Την ίδια στιγμή, ο γείτονάς του, ο κ. Γιώργος, κάτοικος της περιοχής εδώ και 10 χρόνια καθάριζε την αυλή από τα αποκαΐδια: «Τραγικό το σήμερα, τραγικό και το αύριο για όλους μας. Με δάνειο Εργατικής Κατοικίας πήρα το διαμέρισμα, για να έχουν και ο γιος μου, η γυναίκα του και τα δύο εγγόνια μου μια στέγη. Δεν είχα ξεχρεώσει καν. Κάηκε σε μια στιγμή». Ο ίδιος καθώς μιλούσε με τον αλβανό ένοικο της ίδιας πολυκατοικίας έριχνε ματιές στα δεξιά του, σε έναν απανθρακωμένο σκύλο: «Ολοι την αγαπούσαν την Πηνελόπη μας. Ηταν τόσο καλή σκυλίτσα. Μπορεί να έτρεξε μακριά, να γλίτωσε, να μην είναι αυτή εδώ…» είπε (αν και έμοιαζε να μην το πιστεύει στ’ αλήθεια).
«ΠΑΛΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ». Μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, στην περιοχή της Αργυρής Ακτής (όπου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο 26 άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, δύο γείτονες μπαινόβγαιναν στα σπίτια τους σαν να έκαναν έναν πρώτο απολογισμό της καταστροφής. «Είμαστε καλά και αυτό έχει σημασία μόνο. Ολα τ’ άλλα θα προσπαθήσουμε να τα φτιάξουμε από την αρχή» σημείωσε ο Νίκος Ναούμ. Καθώς καθάριζε το διαμέρισμά του μαζί με τον γιο του, η σκέψη του έτρεχε σε φίλους του που έχασαν βίαια τη ζωή τους αλλά και γείτονές του που αγνοούνται: «Ο καθένας μας εδώ κάποιον κλαίει δυστυχώς». Η απέναντι πολυκατοικία γλίτωσε την καταστροφή, αν και ολόκληρος ο συγκεκριμένος δρόμος μοιάζει πλέον απόκοσμος πνιγμένος στη στάχτη και στα αποκαΐδια, με σπίτια – κουφάρια και κατεστραμμένα οχήματα. «Ισως σωθήκαμε γιατί είχαμε κόψει τα πεύκα στην αυλή και επίσης δεν υπήρχαν τέντες στην πολυκατοικία» σχολίασε ο Νίκος Αγγελής, ο οποίος διατηρεί το εξοχικό του στο Μάτι από το 1969.