Στο ποίημά του «Canto CXV», ένα από τα τελευταία του, ο Ezra Pound γράφει: «Ενα τσόφλι στον άνεμο, ξοφλημένο / όμως το φως τραγουδά αιώνια / Μια αμυδρή λάμψη πάνω από τους βάλτους / όπου τ’ αλμυρά χόρτα ψιθυρίζουν στην παλίρροια. / Ο χρόνος, ο χώρος, / ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος είναι η απάντηση» (μετάφραση Χάρη Βλαβιανού). Αλλά μία έστω απάντηση είναι το έργο που αφήνει ένας άνθρωπος, και ιδίως ένας λογοτέχνης, το ζωντανό χνάρι του δημιουργικού περάσματός του από τον κόσμο. Είχα προγραμματίσει να γράψω αυτό το κείμενο με αφορμή την έκδοση του τελευταίου βιβλίου του Μάνου Ελευθερίου, της ποιητικής συλλογής του Τα ομοιοκατάληκτα (πρόσφατα συζήτησα μαζί του μερικές φορές στο τηλέφωνο, προγραμματίζοντας μια συνάντηση που ήταν γραφτό να μη γίνει), αλλά ο θάνατός του, το ξημέρωμα της 22ας Ιουλίου, μετέτρεψε το κείμενό μου σε μια οδυνηρή όχι νεκρολογία, αλλά σε εγκώμιο για το συνολικό λογοτεχνικό έργο του.
Ο Ελευθερίου είναι δημόσια γνωστός ως στιχουργός εκατοντάδων τραγουδιών, με πολλά από αυτά να έχουν γίνει δημοφιλή ή και πασίγνωστα. Ποιος δεν θυμάται τους στίχους τραγουδιών όπως τα «Παραπονεμένα λόγια» ή «Το τρένο φεύγει στις οχτώ»; Στον τόμο Τα λόγια και τα χρόνια 1963-2013. Τα τραγούδια (Αθήνα, Μεταίχμιο 2013) ο Ελευθερίου συγκέντρωσε 410, ανάμεσα σε πολύ περισσότερα που δεν κατόρθωσε ούτε ο ίδιος να εντοπίσει στα χαρτιά του ή στη δισκογραφία. Στον πρόλογό του γράφει: «Οσο κι αν ορισμένα τραγούδια είναι πράγματι σουρεαλιστικά, δεν είναι παρά πιστή αντιγραφή της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, και ειδικά της δικής μου περιπέτειας σ’ αυτό το χώρο και σ’ αυτό τον τόπο» (σ. 15). Πράγματι τα τραγούδια του εξέφρασαν τα βάσανα και τις αγωνίες μιας πολιτικοκοινωνικά δοκιμαζόμενης επί δεκαετίες χώρας. Το ευρετήριο των συνθετών και των ερμηνευτών των τραγουδιών του (σ. 509 – 511) αθροίζει 164 ονόματα –στους συνθέτες περιλαμβάνονται ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος, ο Λεοντής, ο Μούτσης, ο Μικρούτσικος. Ανεξάρτητα, όμως, από τους καταξιωμένους συνεργάτες του, ο Ελευθερίου είναι ένας από τους ποιοτικότερους, ο καλύτερος ίσως έλληνας στιχουργός των τελευταίων δεκαετιών –αν θα πρόσθετα ένα όνομα δίπλα στο δικό του είναι του Αλκη Αλκαίου. Κι αν τους συνδέει κάτι ουσιωδώς είναι ότι αμφότεροι ήταν όχι μόνο στιχουργοί αλλά και ποιητές.
Ας περάσω λοιπόν στον ποιητή Ελευθερίου. Στο διάστημα από το 1962 μέχρι το 2010 εξέδωσε 10 ποιητικά βιβλία. Ο ίδιος βέβαια ξεχώριζε σαφώς τον στιχουργό των έμμετρων και ομοιοκατάληκτων τραγουδιών του (που ώς ένα σημείο υπαγορεύονταν από την ανάγκη του βιοπορισμού) από τον ποιητή που έγραφε κυρίως στον ελεύθερο στίχο. Επίσης η ποίησή του, όσο κι αν εμφιλοχωρεί το πολιτικοκοινωνικό κλίμα της μεταπολεμικής εποχής και έχει ρεαλιστικά στοιχεία, κατά βάση είναι υπαρξιακή ή οντολογική και σε αρκετά σημεία της κρυπτική, καταδεικνύοντας τον παραλογισμό της ύπαρξης και ενατενίζοντας εναγώνια τη μεταφυσική διάσταση. Στην πολύ πλούσια εκφραστική γκάμα της αξιοποιεί μια ευρηματική εικονοποιΐα που αντλεί τη δυναμική της από την παράδοση του μοντερνισμού της γενιάς του 1930, συγκεράζοντας και αφομοιώνοντας με δημιουργικό τρόπο γνωρίσματα κυρίως δραματικών ποιητών, όπως ο Σεφέρης και ορισμένοι μεταπολεμικοί. Στο βιβλίο Τα ομοιοκατάληκτα ο Ελευθερίου ανθολόγησε 10 ποιήματα από το παλαιότερο ποιητικό έργο του, μαζί με πέντε ανέκδοτα ποιήματά του, όλα γραμμένα σε αυστηρά έμμετρες φόρμες.
Η άσκησή του στην «παραδοσιακή» μετρική έγινε βέβαια στο εργαστήριο της στιχουργικής για τα τραγούδια. Αλλά τα «καθαρά» ποιήματα του Ελευθερίου, γραμμένα σε αυστηρές φόρμες, τον αναδεικνύουν σε έναν από τους καλύτερους ποιητές των τελευταίων δεκαετιών, ανάμεσα σε όσους συνδέονται με την επαναφορά της έμμετρης ποίησης. Για του λόγου το αληθές, διαβάστε το πανέμορφο ποίημα «Η δόξα των ανέμων» (σ. 27-29).
Σε ό,τι αφορά τον πεζογράφο Ελευθερίου, γεννημένο το 1938, οι δύο πρώτες συλλογές διηγημάτων του χρονολογούνται στη νεότητά του (Το διευθυντήριο, 1964 και Η σφαγή, 1965), ενώ σε ώριμη ηλικία, το 1994, εξέδωσε τη νουβέλα Το άγγιγμα του χρόνου. Από το 2004 ο Ελευθερίου στράφηκε σταθερότερα στην πεζογραφία, αρχικά με το καταξιωμένο στη συνείδηση των κριτικών (τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2005) αλλά και του κοινού ιστορικό ή «εποχικό» μυθιστόρημα Ο καιρός των χρυσανθέμων. Η επιτυχία συνεχίστηκε με το επίσης ιστορικό μυθιστόρημα Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές (2006). Στα χρόνια που ακολούθησαν είναι φανερή η διελκυστίνδα του Ελευθερίου ανάμεσα στον ποιητικό και τον πεζογραφικό λόγο και, ακριβέστερα, η όσμωση των δύο λόγων. Αυτό φανερώνουν τα 14 διηγήματα του βιβλίου του Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οχτώ (2007) και το μυθιστόρημα Ανθρωπος στο πηγάδι (2008) –ακολούθησαν άλλα τέσσερα αφηγηματικά βιβλία του ποικίλου είδους: μυθιστόρημα, διήγηση, χρονικό (το τελευταίο για τον συριανό συμπατριώτη του Μάρκο Βαμβακάρη).
Για ορισμένα από τα 14 διηγήματα της Μελαγχολίας της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οχτώ ο ειδολογικός προσδιορισμός ισχύει μάλλον καταχρηστικά, αν λάβουμε υπόψη τη μικρή έκταση, την ποικίλη θεματολογία και τις αισθητές διαφορές ύφους. Το ένα τρίτο περίπου των κειμένων προσιδιάζουν στα μυθιστορήματα, καθώς το ευθύγραμμο αφηγηματικό ύφος και το ηθογραφικό περιεχόμενο συνδυάζονται με την ανάκληση οδυνηρών καταστάσεων της μεταπολεμικής εποχής. Αλλά τα υπόλοιπα, τα δύο τρίτα, βρίσκονται εγγύτερα στην ποίηση. Η εγγύτητα βασίζεται στο γεγονός ότι στα κείμενα αυτά αξιοποιούνται τα κέρδη από την ποιητική θητεία του συγγραφέα, καθώς κατόρθωσε να μεταμορφώσει και να παροχετεύσει τους εκφραστικούς τρόπους της ποίησης στην πλατύτερη αφηγηματική κοίτη του πεζού λόγου.

Ψευδαισθήσεις

Το χρυσό ποτάμι

Η μεταμόρφωση αυτή φαίνεται από χαρακτηριστικά όπως η πολυθεματικότητα, η κρυπτικότητα του νοήματος, ο εντοπισμός της προσοχής στη λεπτομέρεια, η συναισθηματική ένταση, η απροσδιοριστία του χώρου και του χρόνου ή οι απότομες μεταβάσεις και, κυρίως, το φανταστικό στοιχείο που μάλιστα προσλαμβάνει συμβολικές προεκτάσεις.
Η κυρίαρχη συναισθηματική διάθεση των διηγημάτων του Ελευθερίου (όσο και των ποιημάτων του) είναι εκείνη της διάψευσης και των ματαιωμένων προσδοκιών, έτσι όπως συνοψίζεται σ’ ένα απόσπασμα από το διήγημα «Γλυκό κυδώνι»:
«Χρόνια και μέρες λεηλατημένες, ένα κομμάτι ουρανού που ξεκόλλησε και θρυμματίστηκε στο δρόμο σου και το πατάς αμέριμνος, κάποτε πώς το χρυσό ποτάμι που περίμενες στη ζωή σου, πώς το μαλαματένιο ποτάμι σε βγάζει σκάρτο και άχρηστο» (Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οχτώ, σ. 175). Στο μυθιστόρημα Ανθρωπος στο πηγάδι ένας σαραντάρης, καταξιωμένος συγγραφέας, με το παρωνύμιο Ηλ από απερισκεψία πέφτει σ’ ένα ρηχό πηγάδι με λιγοστό νερό από όπου αδυνατεί να βγει. Αλλά εν τέλει ο Ελευθερίου μετατρέπει επιδέξια αυτό το μυθιστόρημα αγωνίας σε ένα στοχαστικό αφήγημα μυητικής (και παρηγορητικής) διαδρομής προς τον θάνατο. Ο Ηλ ολοένα και περισσότερο αποκόβεται από τον πραγματικό κόσμο.
Με εξασθενημένα πια το σώμα και τη λογική του, αλλά δυναμωμένη τη φαντασία του, ζωντανεύει τα υπό συγγραφή ή σχεδιαζόμενα λογοτεχνικά έργα του στα οποία τώρα συμμετέχει ή παρευρίσκεται αμήχανος. Κάποια στιγμή της δοκιμασίας του ο ήρωας, όντας αθεράπευτα συγγραφέας, σκέφτεται ότι «μόνο γράφοντας θα σωθεί» (σ. 158).
Αυτή δεν είναι η ψευδαίσθηση όλων των συγγραφέων; Γύρω από την ιδέα της γραφής ως ψευδαισθητικής σωτηρίας ο Ελευθερίου στήνει (μάλλον το ίδιο συμβαίνει σε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού έργου του) ένα ειρωνικό, αυτοειρωνικό και δραματικό παιχνίδι, ενώ η αγωνία των ηρώων του υποκρύπτει τον φόβο θανάτου του πραγματικού συγγραφέα (και τον δικό μας).
Ενας άλλος ποιητής, ο Τάκης Σινόπουλος, περιγράφει επίσης τον θάνατο ως λυτρωτική στιγμή: «Ν’ αφήσεις να φυσάει ο χρόνος και ν’ απομακρύνεσαι σιγά σιγά από την προκυμαία –ένα γκρίζο όνειρο τώρα, ένα θαμπό όνειρο σα σκηνικό στην καταχνιά, τίποτα άλλο». Εύχομαι ο Μάνος Ελευθερίου στο θαμπό όνειρό του να κάνει τώρα παρέα με τον Αμλετ της Σελήνης, τον φίλο του Γιώργο Χειμωνά.

Μάνος Ελευθερίου

Τα ομοιοκατάληκτα

Εκδ. Μεταίχμιο 2018, σελ. 56

Τιμή: 8,80 ευρώ