1«Αν είμαι παράφορα ερωτευμένος με τη Michelle Pfeiffer…»
«Συνδεόμαστε και αγαπάμε ανθρώπους, πράγματα και ιδέες με τον πλέον έντονο και πολύμορφο τρόπο. Μπορώ να απαιτήσω από την έννομη τάξη να προστατεύει τα συναισθήματά μου. Αν, π.χ., είμαι παράφορα ερωτευμένος με τη Michelle Pfeiffer μπορώ να αξιώσω να μην προβληθούν ταινίες της που περιέχουν τολμηρές σκηνές επειδή μου προκαλούν πόνο, ζήλια ή και απελπισία; Η αντίληψη ότι η έννομη τάξη οφείλει να προστατεύει κάθε σκέψη, πεποίθηση ή συναίσθημα των ατόμων καταλήγει σε παραλογισμό για τον απλούστατο λόγο ότι η προστασία των πεποιθήσεων ή των συναισθημάτων του ενός ενδέχεται να αποτελεί την πιο κατάφορη καταπίεση του άλλου. Η απαγόρευση στη Michelle Pfeiffer να φωτογραφηθεί γυμνή μπορεί να εξασφαλίζει τη δική μου ψυχική ηρεμία, ταυτόχρονα όμως καταπιέζει την ίδια, δεν την αφήνει να προβάλει την ομορφιά της, της στερεί τη δυνατότητα να γοητεύσει, να σχεδιάζει τη ζωή της όπως αυτή το επιθυμεί. Στερεί, επίσης, από άλλους την ευκαιρία να θαυμάσουν την ομορφιά της. Η έννομη τάξη δεν έχει κανένα έρεισμα να προστρέξει αρωγός των δικών μου συναισθημάτων καταπνίγοντας τις επιλογές των άλλων.
Θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί ακραίες περιπτώσεις προστασίας του ατόμου από την ενσυνείδητη επιβολή ψυχικού πόνου. Αν, π.χ., κάποιος που γνωρίζει τις ιδέες μου εμφανιζόταν κάθε πρωί στην πόρτα του σπιτιού μου για να μου ανεμίσει καταπρόσωπο το σφυροδρέπανο ή τη φωτογραφία της Michelle Pfeiffer επιδιώκοντας να μου προκαλέσει οδύνη, τότε ενδεχομένως να είχα την αξίωση από την έννομη τάξη να με προστατεύσει από την εξατομικευμένη αυτή προσβολή. Εάν, όμως, δεν υπάρχει το στοιχείο της εξατομίκευσης, η προσβολή από κάθε ιδέα αντίθετη με τη δική μου αφενός καταλήγει να εξαφανίσει κάθε διακίνηση ιδεών, αφετέρου υποδηλώνει την εγωιστική αξίωση της προστασίας της δικής μου προσωπικότητας σε βάρος του δικαιώματος της ανάπτυξης της προσωπικότητας των άλλων.
Το πλέον εκπληκτικό με την υπόθεση του Τελευταίου πειρασμού (σ.σ. της ταινίας του Μάρτιν Σκορσέζε, η προβολή της οποίας το 1988 είχε συνοδευτεί από ακραίες εκδηλώσεις φανατικών ορθοδόξων), αλλά και με άλλες υποθέσεις στις οποίες ζητήθηκε η απαγόρευση ενός έργου τέχνης, ήταν ότι ο ισχυρισμός για προσβολή της προσωπικότητας θεωρήθηκε ως προφανής και αυταπόδεικτος. Ουδείς από τους αιτούντες μπήκε στον κόπο να αποδείξει την προσβολή. Ουδείς, π.χ., περιέγραψε πώς κατέληξε να δει την ταινία και, κυρίως, ουδείς προσπάθησε να αποδείξει με μάρτυρες ή με άλλα μέσα τι αισθάνθηκε βλέποντάς την: ψυχική οδύνη, αγανάκτηση, οργή, λύπη. Ουδείς, με άλλα λόγια, επιχείρησε να εξηγήσει σε τι ακριβώς συνίστατο η προσβολή της προσωπικότητάς του.
Ο αποκλεισμός των προσωπικών αισθητικών προτιμήσεων δεν λύνει βεβαίως το πρόβλημα με ποια κριτήρια θα κρίνουν οι δικαστές ότι κάτι είναι τέχνη ενώ δεν υπάρχει ορισμός της τέχνης. Θα προτείνω δύο κριτήρια για τη διαμόρφωση νομικής κρίσης για το τι συνιστά έργο τέχνης…
Το αντικειμενικό κριτήριο είναι ότι κατά τεκμήριο είναι τέχνη οτιδήποτε δημιουργεί κάποιος ο οποίος είτε ασκεί κάποιο καλλιτεχνικό επάγγελμα είτε είναι γνωστό ότι έχει κάποια καλλιτεχνική δραστηριότητα. Νομίζω ότι δεν επιτρέπεται στο δικαστή να πει ότι ο Picasso ζωγράφισε 99 πίνακες που είναι έργα τέχνης αλλά ο 100ός δεν είναι τέχνη αλλά μουντζούρα. Το ίδιο ισχύει με κάποιον που ερασιτεχνικά ασχολείται με την ζωγραφική. Ο,τι δημιουργεί ένας καλλιτέχνης με πρόθεση να είναι έργο τέχνης κατά τεκμήριο αποτελεί τέχνη ανεξαρτήτως αν αυτό ξενίζει, αν είναι διαφορετικό με όσα είχε κάνει στο παρελθόν, αν προκαλεί, σοκάρει κ.λπ. Η αμφισβήτηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας στις περιπτώσεις αυτές δεν στηρίζεται παρά σε υποκειμενικές αισθητικές προτιμήσεις και γι’ αυτό δεν έχει βάση.
Το κριτήριο αυτό είναι περιορισμένης εμβέλειας διότι δεν καλύπτει πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες και κυρίως διότι δεν καλύπτει νέες μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας, δηλαδή τις πιο πρωτοπόρες και πειραματικές μορφές τέχνης. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά τη γνώμη μου, η προσφυγή του δικαστή στην εκτίμηση ειδικών είναι η ορθή λύση. Αν έστω και ένα αναγνωρισμένο μέλος της καλλιτεχνικής κοινότητας, κριτικός ή καλλιτέχνης, υποστηρίζει ότι ένα έργο αποτελεί καλλιτεχνική δημιουργία, τότε δεν πρέπει ο δικαστής να διστάσει να του αναγνωρίσει την ιδιαίτερη προστασία της τέχνης…
Η αντίρρηση είναι ότι τελικά η κρίση για το τι είναι τέχνη θα εξαρτάται από την υποκειμενική αισθητική προτίμηση όχι του δικαστή αλλά των κριτικών και των καλλιτεχνών. Και επειδή όλο και κάποιος κριτικός θα βρεθεί να υποστηρίζει ότι και η πλέον απίθανη επινόηση του ανθρώπου είναι τέχνη, τελικά το κάθε «σκουπίδι» θα μπορεί να αναγορεύεται σε έργο τέχνης.
Η αντίρρηση αυτή είναι κοντόφθαλμη ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να βαφτίσουμε έργα τέχνης δημιουργίες που δεν είναι. Αν κάποιος ειλικρινά βλέπει σε αυτές υψηλά νοήματα που άλλοι δεν βλέπουν, είναι τόσο σημαντική η αισθητική ικανοποίηση για κάθε άνθρωπο ώστε να μην υπάρχει κανένας λόγος για να την στερηθεί. Οταν ο διευθυντής του Contemporary Arts Center στο Cincinnati αντιμετώπισε δίωξη για άσεμνα και παιδική πορνογραφία εξαιτίας της έκθεσης φωτογραφίας του Mapplethorpe, ο εισαγγελέας επέμενε στη δίκη να τον ρωτά αν οι φωτογραφίες έδειχναν ανδρικά γεννητικά όργανα. Η απάντηση που πεισματικά έδινε ήταν ότι αυτός εκείνο που έβλεπε ήταν κλασικές γραμμές και φόρμες. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι δεν βλέπει καλά, υπάρχει κανένας λόγος να του διορθώσουμε την όραση; Αντίθετα, αν αυτός βλέπει καλά και εμείς δεν τον ακούμε, υπάρχει ο κίνδυνος να μην καταλάβουμε ποτέ ότι χρειαζόμαστε γυαλιά».