Οι κάνουλες της χρηματοδότησης προς τα μουσεία διεθνώς σφίγγουν ολοένα και περισσότερο. Οι κρατικές ενισχύσεις μειώνονται δραματικά. Η οικονομική κρίση έχει πλήξει όλους εκείνους τους επιχειρηματίες που άλλοτε χωρίς πολλή σκέψη έβαζαν το χέρι στην τσέπη για να ενισχύσουν το προσωπικό ή εταιρικό τους προφίλ με μια γενναία χορηγία. Και η θηλιά γύρω από τα μουσεία ανά τον κόσμο γίνεται και πιο σφιχτή, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η οικονομική ασφυξία είναι πλέον θέμα χρόνου. Μπροστά στον κίνδυνο του λουκέτου ενός τέτοιου ιδρύματος πρέπει να δίνεται η δυνατότητα να εκποιούνται έργα από τις μόνιμες συλλογές του ή όχι; Κι αν σε αρκετές χώρες του εξωτερικού η πώληση μεμονωμένων αντικειμένων ή και ολόκληρων συλλογών είναι μια διαδεδομένη πρακτική, στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης ποιες ανάλογες δυνατότητες έχουν τα μουσεία;
Η συζήτηση άναψε εκ νέου προσφάτως όταν ύστερα από διαμαρτυρίες, δημόσιες αντιπαραθέσεις και αρθρογραφία στον Τύπο που διήρκεσαν για μήνες το Ανώτατο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης στις Ηνωμένες Πολιτείες άναψε το πράσινο φως στο Μουσείο του Μπέρκσαϊρ να πωλήσει 40 έργα τέχνης από τις μόνιμες συλλογές του, με στόχο να συγκεντρώσει 55 εκατ. δολάρια που θεωρούνται απαραίτητα για να συνεχίσει τις δραστηριότητές του. Η απόφαση μάλιστα προβλέπει ότι τα 50 εκατ. εξ αυτών το Μουσείο θα έχει τη δυνατότητα να τα διαθέσει όπου θεωρεί ότι υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη και τα υπόλοιπα πέντε προς όφελος της συλλογής του και για την προώθηση των σχεδίων που έχει ώστε να αναδειχθεί και ως ίδρυμα που θα σχετίζεται με τις επιστήμες και τη φυσική ιστορία.
Η δικαστική απόφαση προβλέπει πως στην περίπτωση που το ποσό των 55 εκατ. δολαρίων συγκεντρωθεί πριν από την ολοκλήρωση της πώλησης και των 40 έργων, η διαδικασία της αποποίησης (όπως είναι η ελληνική απόδοση του όρου deaccessioning που επικρατεί διεθνώς σε ανάλογες περιπτώσεις) θα πρέπει να διακοπεί. Τα πρώτα αποτελέσματα, ωστόσο, δεν είναι διόλου ενθαρρυντικά. Κι αυτό διότι τα 13 πρώτα έργα που διατέθηκαν ήδη στην αγορά –ανάμεσά τους δημιουργίες του Χένρι Μουρ και του Φράνσις Πικάμπια –έφεραν στο ταμείο του Μουσείου 13 εκατ. δολάρια, ενώ δύο εξ αυτών δεν βρήκαν αγοραστή.
Λίγο έλειψε πριν από μερικά χρόνια να μπει σε ανάλογη διαδικασία και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Λος Αντζελες όταν είδε τις χορηγίες του να μειώνονται μέσα σε μία δεκαετία από 40 εκατ. δολάρια σε 6 εκατ. Ηταν τότε που τέθηκε το ερώτημα: Είναι καλύτερο να έχει 11 έργα του Ρόμπερτ Ράουζενμπεργκ στις συλλογές του και να κλείσει ή να πωλήσει ένα – δύο και να παραμείνει ανοικτό; Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτούργησε ως από μηχανής θεός δισεκατομμυριούχος χορηγός, η οποία προσέφερε οικονομική βοήθεια ύψους 30 εκατ. δολαρίων κι έτσι η αποποίηση απεφεύχθη.
Στην Ελλάδα όπου τα μουσεία έχουν δει τα έσοδά τους να μειώνονται με γεωμετρική πρόοδο και ορισμένα μπαίνουν στη διαδικασία να περικόψουν μισθούς, θέσεις εργασίας κι ημέρες λειτουργίας, θα μπορούσε να εφαρμοστεί κάτι ανάλογο; «Η πρακτική της πώλησης μεμονωμένων αντικειμένων ή και ολόκληρων συλλογών σε επίπεδο τουλάχιστον εθνικών συλλογών δεν είναι δυνατή. Εδώ πρέπει να τονισθεί η διάκριση ανάμεσα σε αντικείμενα / κληροδοτήματα που έχουν δοθεί για οιαδήποτε χρήση ώστε να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς ενός ιδρύματος και αντικείμενα που έχουν συλλεγεί ή δωρηθεί ώστε σαφώς να συμπεριληφθούν σε μια μουσειακή συλλογή» απαντά το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη δρ Γιώργης Μαγγίνης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης αυτής περίπτωσης αποτελεί η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου (ΕΠΜΑΣ). Η διευθύντριά της Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα μάς εξηγεί ότι «ο νόμος 1079/80 που αφορά τον Οργανισμό Λειτουργίας της ΕΠΜΑΣ προβλέπει τη δυνατότητα εκποίησης έργων τέχνης διά δημοσίου διαγωνισμού, τα οποία δεν έχουν ενδιαφέρον για τις συλλογές μας. Επιπλέον έχουμε στα χέρια μας και τη χωρίς προηγούμενο για τα ελληνικά δεδομένα δωρεά του Παναγιώτη Τέτση, ο οποίος συνόδευσε τα 200 και πλέον έργα που μας προσέφερε με μια επιστολή, στην οποία μας δίνει το δικαίωμα να εκποιήσουμε το ένα τρίτο των έργων αυτών για εμπλουτισμό των συλλογών μας ή για όποιες άλλες ανάγκες μπορεί να έχει το Μουσείο».
Από τη στιγμή που υπάρχει λοιπόν το σχετικό νομικό πλαίσιο θα σκεφτόταν η ΕΠΜΑΣ να προχωρήσει στην αποποίηση έργων; «Είναι γεγονός ότι η Εθνική Πινακοθήκη δεν περνά τις ευτυχέστερες στιγμές της σε οικονομικό επίπεδο μετά τις περικοπές που έχουν γίνει. Δεχτήκαμε μια προσφορά από ιδιώτη συλλέκτη, ο οποίος ενδιαφερόταν να πληρώσει άμεσα και αδρά για δύο έργα του Παναγιώτη Τέτση. Δίστασα όμως να προχωρήσω και μοιράστηκα τον προβληματισμό μου με το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο συμφώνησε. Από τη στιγμή που δεν έχει γίνει ποτέ ώς τώρα κάτι ανάλογο, είμαι πολύ διστακτική, διότι φοβάμαι πως μια τέτοια κίνηση μπορεί να αποθαρρύνει μελλοντικούς δωρητές, κάτι που επ’ ουδενί θα ήθελα να συμβεί, διότι βασιζόμαστε στις δωρεές» λέει η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. Αντιθέτως για το Μουσείο Μπενάκη, παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, «τα αντικείμενα που έχουν συμπεριληφθεί στις συλλογές του και έχουν πάρει αριθμό ευρετηρίου ανήκουν σε μια εθνική συλλογή και είναι αναπαλλοτρίωτα» εξηγεί ο Γιώργης Μαγγίνης.
Είναι κοινό μυστικό ότι οι αποθήκες των μουσείων ασφυκτιούν με πολλά παρόμοια αντικείμενα (ειδικά στα αρχαιολογικά μουσεία) τα οποία δεν βρίσκουν ποτέ μια θέση στις προθήκες, ενώ πιθανόν θα ήταν περιζήτητα από συλλέκτες ή άλλα μουσεία του εξωτερικού. Θα ήταν επίπονη η διαδικασία αναζήτησης των έργων εκείνων που θα μπορούσαν να βγουν στην αγορά, ώστε τα ιδρύματα να πάρουν μια οικονομική ανάσα, αν μάλιστα ορισμένα εξ αυτών βρίσκονται μπροστά στον κίνδυνο ακόμη και να αναστείλουν τη λειτουργία τους; «Δεν είναι τρομερά δύσκολο να βρει κάποιος αντικείμενα που μπορούν να εκποιηθούν από μια μουσειακή συλλογή, χωρίς αυτή να πληγεί. Ενα έργο της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής, επί παραδείγματι, θα μπορούσε να μη σημαίνει πολλά για εμάς, αλλά θα μπορούσε να είναι πολύτιμο σε μια ιταλική συλλογή. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί αν ένα μουσείο διαθέτει πολλά έργα της ίδιας εποχής ή τεχνοτροπίας» εκτιμά η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. «Ο πειρασμός να τεθεί το συγκεκριμένο ερώτημα είναι μεγάλος αλλά, όπως πολλοί άλλοι πειρασμοί, ψευδής. Το να τεθεί διαζευκτικά η συλλογή ενός μουσείου, ο λόγος ύπαρξής του, απέναντι από τα όποια οικονομικά του προβλήματα, τα οποία επιλύονται με μια οσοδήποτε δυσχερή ένεση ρευστότητας, είναι ως να συγκρίνουμε τον παλμό μιας ζωντανής καρδιάς με τον χτύπο μιας ταμειακής μηχανής. Θεωρητικά μιλώντας, εάν το νομικό πλαίσιο και το καταστατικό ενός μουσείου το επέτρεπαν, θα μπορούσε να πωλήσει συλλογές, όχι όμως στον πανικό της οικονομικής δυσπραγίας αλλά ως απόρροια μιας νέας κατεύθυνσης στη συλλεκτική του πολιτική. Επίσης, σκοπός ενός μουσείου δεν είναι αποκλειστικά η έκθεση αλλά και η έρευνα. Ενα μουσειακό αντικείμενο δεν επιτελεί την αποστολή του μόνο σε κοινή θέα. Αλλά ακόμη κι εάν εκλάβουμε τα μουσεία ως “βιτρίνες”, τα έργα σε έκθεση υπηρετούν ένα συγκεκριμένο, παροδικό μουσειολογικό σκεπτικό το οποίο μπορεί να αλλάξει ή να εμπλουτιστεί με άλλα έργα» προσθέτει το διευθύνον στέλεχος του Μουσείου Μπενάκη.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που κρύβεται πίσω από την πώληση έργων της συλλογής ενός μουσείου; «Να διασπασθεί η συλλογή επιλεκτικά με κριτήρια ποιοτικά, τα οποία είναι αναπόφευκτα ρευστά και αλλάζουν συχνά. Κάτι “κοινό” σήμερα μπορεί να καταστεί “ανεκτίμητο” χάρη σε νέα έρευνα (και τανάπαλιν). Μια συλλογή είναι σπουδαιότερη από το άθροισμα των μερών της και οι σχέσεις ανάμεσά τους είναι δυναμικές και δηλωτικές. Επίσης, κάθε αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης γνωρίζει πως “ο διάβολος κρύβεται στη λεπτομέρεια”: μπορεί στο μέλλον το δεκάκις χιλιοστό εξακοσιοστό πέμπτο μινωικό άωτο κωνικό κύπελλο στον πιο σκοτεινό διάδρομο της απώτατης αποθήκης να δώσει την απάντηση σε κάποιο πιεστικό ερώτημα χάρις σε μια αόρατη στον παρόντα χρόνο λεπτομέρεια» εκτιμά ο Γιώργης Μαγγίνης.