Ο Κώστας Βάρναλης μπάλωνε στα νιάτα του τα παντελόνια με μια παραμάνα για να μη φαίνονται τρύπια. Ο Οδυσσέας Ελύτης επαναλάμβανε ότι η έξοδος από τον εαυτό μας είναι η αγάπη. Ο Γιώργος Σεφέρης χαιρόταν κάθε φορά που ταξίδευε στους Δελφούς όσο και την ημέρα που κέρδισε το Νομπέλ. Και ο Γιάννης Ρίτσος «κέρδιζε» τις περισσότερες τιμωρίες στο σχολείο επειδή ζωγράφιζε από μικρός. Στιγμιότυπα όπως αυτά από τη ζωή των τεσσάρων ελλήνων ποιητών περιλαμβάνονται στη νέα έκδοση «Οι γυναίκες μιλούν» (εκδ. Καπόν) της δημοσιογράφου Εύας Νικολαΐδου. Σε αυτήν περιέχονται συνεντεύξεις και συνομιλίες της με τις γυναίκες που έζησαν δίπλα στους κορυφαίους δημιουργούς: την Ιουλίτα Ηλιοπούλου, σύντροφο του Ελύτη, τη Φαλίτσα και Ερη Ρίτσου, σύζυγο και κόρη αντιστοίχως του Ρίτσου, την Αννα Λόντου, κόρη της Μαρώς Σεφέρη και θετή κόρη του νομπελίστα ποιητή, και την Ευγενία Βάρναλη, κόρη του Βάρναλη.
ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
«Για τη δική μου αντίληψη –και θεωρώ εν πολλοίς και για την αντίληψη του Ελύτη -, έτσι όπως την ανιχνεύει κανείς περισσότερο μέσα από το έργο του και λιγότερο μέσα από την προσωπική ζωή του, δεν είναι απολύτως ταυτόσημες οι δύο έννοιες «ευαισθησία» και «συναίσθημα». Η ευαισθησία είναι η ευρύτερη δεκτικότητα πολλών μείξεων του πραγματικού και μη πραγματικού κόσμου. Το συναίσθημα είναι μια άλλη κατηγορία της ανταπόκρισής μας απέναντι σε ένα συγκεκριμένο, θα λέγαμε, είδος ερεθισμάτων. Ο Ελύτης υπήρξε, και είναι μέσα στο έργο του, απολύτως δεκτικός, θα έλεγα, στο πλήθος των δυνατοτήτων και ερεθισμάτων, και πλούσια συναισθηματικός. Αλλά στο έργο του αυτό που μετρά είναι μια ιδιαίτερα γόνιμη ευαισθησία. Η ευαισθησία δημιουργεί, μπορεί να δημιουργήσει μια εύθραυστη εικόνα, αλλά και συνάμα μια κοφτερή σκέψη. Και το ένα μέσα στο άλλο, μέσα σ’ αυτό το συνεχές διπλό παιχνίδι. Δεν τον ενδιέφερε να αποτυπώνει τη συναισθηματική ανταπόκριση στα δεδομένα του κόσμου, δεν ήθελε δηλαδή το ποίημα να καταγράφει τη συναισθηματική μας σχέση με την πραγματικότητα τόσο, όσο την αντίληψή μας, η οποία διαφοροποιεί και διαφοροποιείται, δεν ταυτίζεται με τη λογική, είναι πολύ πέραν αυτής. Η ποίηση του Ελύτη, ενώ βρίσκεται μέσα σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, όμως δεν τον αποτιμά μόνον λογικά, και δεν αφήνεται να δεσμευτεί απ’ αυτόν. Παίρνει από τα στοιχεία της γύρω πραγματικότητας για να ανασυνθέσει την ίδια αυτή πραγματικότητα προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Για να αλλάξει με άλλα λόγια τον τρόπο που εμείς συμπεριφερόμαστε, τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα πράγματα, τους άλλους, τη δική μας τύχη. Για να διαμορφώσει μια άλλη αισθητική, μια άλλη ηθική στάση απέναντι στην πραγματικότητα. Εναν άλλον τρόπο ιεράρχησης των αξιών και προτεραιοτήτων. Ολα αυτά δεν υπακούν στη λογική έτσι όπως τη βρήκαμε και την εφαρμόζουμε, αλλά ούτε και σε μια συναισθηματική υποταγή μας».
(Από την εκπομπή της ΕΡΤ «Από την Ελλάδα», 25/5/2002)
ΕΡΗ ΡΙΤΣΟΥ
«Ο πατέρας μου είχε την τάση να είναι δάσκαλος πάντα. Δηλαδή, όποιος νέος ποιητής τον προσέγγιζε καθότανε, διάβαζε πάρα πολύ προσεκτικά τη δουλειά του, έκανε διορθώσεις, έκανε επισημάνσεις, ξανάγραφε κάποια πράγματα, ώστε να είναι καλύτερα. Αυτό βοήθησε πάρα πολύ κόσμο. Για μένα όμως ήτανε μάλλον καταστροφικό κατά τις πρώτες μου τουλάχιστον συγγραφικές απόπειρες, όταν πήγαινα στο δημοτικό. Θυμάμαι λοιπόν ότι είχα γράψει μια φορά μια έκθεση με θέμα «Ο χειμών». Και είχα γράψει τι ωραία που είναι έτσι, που είναι αλλιώς, που οι ελιές έχουν αρχίσει, ο καρπός πάνω στις ελιές γίνεται σκούρος και οι ελίτσες μοιάζουν σαν μικρά λουστρινένια παπουτσάκια. «Μπράβο, παιδί μου», μου λέει ο μπαμπάς, «τι ωραία παρομοίωση». Στη συνέχεια, όμως, και καθώς απέναντι από το σπίτι μας υψωνόταν το μεγάλο βουνό της Σάμου, ο Κέρκης, που ήταν χιονισμένος, έγραφα στην έκθεση: «Και ο Κέρκης κάτασπρος σαν νυφούλα με τα χιόνια που χορεύει τον νυφιάτικο χορό». Λέει τότε ο μπαμπάς: «Α, παιδί μου, εδώ συγγνώμη, κοτζάμ Κέρκης, κοτζάμ βουνό, νυφούλα; Να πεις ο γέροντας με τα άσπρα γένια, ναι, αλλά δεν είναι σωστή παρομοίωση η νυφούλα». Αυτό εμένα με τσάκισε, γιατί οι νυφούλες μου αρέσανε, ενώ οι γέροντες δεν μου άρεσαν καθόλου. Ετσι αποφάσισα ότι δεν θα ξαναδείξω ποτέ γραπτά μου στον μπαμπά γιατί δεν μ’ άρεσαν οι διορθώσεις που έκανε. Και πράγματι δεν του ξαναέδειξα ποτέ τίποτα. Οχι. Ψέματα. Του έδειξα την πρώτη μου ποιητική απόπειρα, και πάλι μου έκανε το ίδιο. Ημουν στο Παρίσι, του έστειλα ένα ποίημα που είχα γράψει, μου το διόρθωσε, μου το ‘στειλε διορθωμένο. Ηταν εξαιρετικό, αλλά εγώ δεν αναγνώριζα πια το πόνημά μου. Και είπα μέχρι εδώ. Ούτε ποίηση ξαναγράφω ούτε ξαναδείχνω στον μπαμπά μου τίποτα για να διορθώσει».
(Από τη συνέντευξη στην εκπομπή της ΕΡΤ «Εννέα συν μία μούσες», άνοιξη 2013)
«Ηταν ένας απλός άνθρωπος, προσηνής, με πολύ χιούμορ –θυμάμαι το χιούμορ του ακόμα και σε δύσκολες ώρες. Είχαν πάει διακοπές με τον μεταφραστή του στα αγγλικά, τον Κίλι, ο οποίος είναι και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Κάποια στιγμή, ενώ κολυμπούσαν στη θάλασσα, ο Σεφέρης ήπιε νερό και παραλίγο να πνιγεί. Τον έβγαλαν έξω η μητέρα μου και ο Κίλι προσπαθώντας να τον συνεφέρουν με τεχνητή αναπνοή. Πρόφερε όμως ο Κίλι λάθος τους πνεύμονες, και με μισοανοιγμένα μάτια εκείνη τη στιγμή ψιθυρίζει ο Σεφέρης: “Θεέ μου! Κι είναι μεταφραστής μου!”.
(Από συνομιλία της δημοσιογράφου – συγγραφέως με την κόρη της Μαρώς Σεφέρη στο σπίτι της οδού Αγρας 20)