«Ο Κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει…», έτσι μου έλεγε ο Μίλτος, ο παλιός μου φίλος, κάθε φορά που βρισκόμασταν, από καιρό σε καιρό για τσικουδιά κι επιστροφή στο παρελθόν. Και μ’ αυτή τη φράση έκλεινε τη συζήτησή μας, πάντα, για τον temps passé που λάτρευε, όπως και τις φωτογραφίες. Αυτές, οι πιο πολλές ασπρόμαυρες –σπάνιες οι έγχρωμες –ερχόντουσαν να στολίσουν τον λόγο του, σαν παλιό περιoδικό illustre.
–Αυτή εδώ, μου είπε με θαυμασμό, αλλά και συγκίνηση μαζί, είναι χρωματιστή, όπως βλέπεις, αλλά το τοπίο ήταν ακριβώς το ίδιο όταν το πρωτοαντίκρισα, χρόνια πολλά πιο πριν.
Και σαν τον μαθητή που διηγείται στην τάξη το πώς πέρασε την Κυριακή, άρχισε χωρίς δισταγμό κανένα –ήξερε το μάθημα «απέξω» –να διηγείται:
«Τη νύχτα έφυγαν οι Γερμανοί και το πρωί το νησί αναστατώθηκε. Χτύπαγαν οι καμπάνες των εκκλησιών. Η Βέμπο τραγούδαγε δυνατά: “Παιδιάαααα, της Ελλάδας παιδιάαααα”. Ενιωθα χαμένος… Ο αδελφός μου με κράταγε σφιχτά από το χέρι. Βρεθήκαμε ξαφνικά στη βάρκα του ξαδέλφου μας του Μπάμπη. Καπέλα πέταγαν στον ουρανό παρέα με τους γλάρους. Ο Μπάμπης περήφανος, σαν τον Ιάσονα όταν έφευγε για την Αργοναυτική Εκστρατεία. Ολόγυρά μας πλεούμενα όλων των ειδών, στολισμένα με ελληνικές σημαίες. Τσαμπιά οι άνθρωποι πάνω τους που φώναζαν συνεχώς: “Τους φάγαμε τους κερατάδες!… Ζήτω η Ελλάδα μας ! Η Ελλαδάρα μας!”».
Ο Μίλτος έμοιαζε με μικρό παιδί, γιατί όταν είσαι παιδί, μόνο βλέπεις. Τα μάτια του ανοιχτά σαν τα παντζούρια κυκλαδίτικου σπιτιού. Δεν είχα καταλάβει ακόμη τι ήθελε να μου πει κοιτάζοντας αυτή τη γυμνή από ανθρώπους φωτογραφία, και τον ρώτησα: «Πού πηγαίνατε;… Τι γινόταν εκείνη την ημέρα… Γιατί όλος αυτός ο ξεσηκωμός;…».
«Φτάσαμε στο Μόδι», μου απάντησε με δυνατή φωνή. Κι ύστερα χαμογέλασε. «Το λιοντάρι ήθελα να πω… Λιοντάρι το λέω μόνο εγώ. Ολοι το λένε Μόδι. Μπροστά του, όλων των ειδών πλεούμενα… Πίσω του τεράστια βαπόρια.
Ποιοι ήταν όλοι αυτοί; Οι Ηιόνες, που τους άρεσε η πειρατεία, η συγκέντρωση των εκπροσώπων της Ερμιόνης, της Επιδαύρου, της Αίγινας, της Αθήνας, της Ναυπλίας, των Πρασιών, του Ορχομενού, των επτά αυτών σημαντικών πόλεων, που είχαν ιδρύσει την Αμφικτιονία της Καλαυρίας, που ‘χε προστάτη τον Ποσειδώνα τον Κάλαυρον, θεό των ευνοϊκών ανέμων και προπαντός των ναυτιλλομένων;
Μήπως όλοι μαζεύτηκαν εδώ, σκέφτηκα, να δουν την ετοιμόγεννη Λητώ, που περιπλανιέται στα πελάγη, στην απελπισμένη προσπάθεια να βρει τόπο να φέρει στον κόσμο τον καρπό του έρωτά της με τον Δία, και νομίζει ότι σ’ αυτό το ερημονήσι θα βρει το άσυλο που ζητούσε;
Πόλεμος δεν μπορεί να είναι, γιατί εδώ στο Μόδι υπάρχει το ιερό του Απόλλωνα…
Το Λιοντάρι είχε εξαφανιστεί κάτω από τον όγκο των βαποριών. Μικρά ανθρωπάκια στα άσπρα, με κόκκινα σιρίτια στα μανίκια τους, κι άλλα με χρυσά στους ώμους, κουνούσαν χέρια, καπέλα, σημαίες…, ανταποδίδοντας τους χαιρετισμούς σε όλους όσοι ήταν από κάτω στα πλεούμενα. Ακόμα και το Μόδι –τι λέω; το Λιοντάρι –έμοιαζε να συνομιλεί με τους συναδέλφους του, τον Πάνθηρα, τον Λέοντα, που έβγαζαν πυκνούς καπνούς από τα ρουθούνια τους.
Ο αδελφός μου κι εγώ τα είχαμε χαμένα. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας! Τι φωνές! Τι κόσμος! Τι φασαρία! Τι χαρά! Χωρίς να το καταλάβουμε, η βάρκα μας, από το σπρώξιμο, βρέθηκε ανάμεσα στο Λιοντάρι και σ’ ένα από εκείνα τα μεγάλα καράβια. Ετσι για λίγο δεν ακουγόταν τίποτα. Τα μικρά πλεούμενα χοροπηδούσαν στο νερό. Εμοιαζε σκηνή βωβού κινηματογράφου. Ο αδελφός μου άπλωνε το χέρι του ν’ αγγίξει τη λαμαρίνα του καραβιού, ενώ εγώ, με τα πολύ λίγα γράμματα που ήξερα, προσπαθούσα να συλλαβίσω το όνομα του πλοίου που ήταν μπροστά μας:
Α-ΠΟ-ΣΤΟ-ΛΗΣ…
“Αποστόλης!” είπα γρήγορα και περήφανα για το κατόρθωμά μου.
Κανείς δεν μ’ άκουσε. Ενιωθα χαμένος. Κάπου στον ουρανό, σε μιαν αχανή έρημο, σε μιαν απέραντη θάλασσα, μόνος αλλά όχι άδειος, χωρίς τρικυμία μέσα μου. Κάτι γλυκό έτρεχε στις φλέβες μου, που χαλάρωνε το κορμί μου….
Σήκωσα τα μάτια μου ψηλά στο καράβι, όπως ο ήλιος εκείνη την ώρα στον ουρανό και, σαν σε όνειρο, διάβασα και πάλι το όνομά του, αλλά αυτή τη φορά πιο γρήγορα, πιο σταθερά, σαν να το ‘λεγα σε κάποιον που αγάπαγα πολύ: “Αποστόλης…”.
“Μιχάληηηηη!, Μιχάληηηηη, τα παιδιά σου!”, φώναξε κάποιος με στεντόρεια φωνή από ένα καΐκι πλάι μας, δείχνοντας με το ένα χέρι έναν ναυτικό στη μέση του καραβιού και με το άλλο τον αδελφό μου κι εμένα».
Ο Μίλτος είχε βουρκώσει και προσπαθούσε να διώξει τη συννεφιά που σκέπαζε τα μάτια του, αλλά και τον κόμπο στο λαιμό του. Ύστερα από λίγο, συνέχισε:
«Ούτε που ξέρω ούτε που θυμάμαι πώς έγινε και βρεθήκαμε ξαφνικά στην αγκαλιά του πατέρα μας, του “πατερούλη” μου, που μας έσφιγγε τόσο δυνατά, που σε μια στιγμή πόνεσα, αλλά μ’ άρεσε!
Ενιωθα την καρδιά του να χτυπάει τρελά, πάνω στο στήθος μου, κι από τα μάτια του έτρεχαν δυο ρυάκια. Ενιωθα γεμάτος από μια παράξενη σιγουριά. Είχα κι εγώ, επιτέλους, πατέρα!
Ναι!
Τον κοίταζα καλά καλά. Με τα μικρά μου δάχτυλα του χάιδευα τη μύτη, το αφτί, τα λίγα του μαλλιά, το χρυσό σιρίτι στον ώμο του. Τον κοίταζα… κάπου τον ήξερα… Ναι, ναι!. Ηταν αυτός που έβλεπα μέσα στην μπρούτζινη καλογυαλισμένη μπάλα του κρεβατιού της μάνας μου και στον καθρέφτη με τα χρυσά στρουμπουλά αγγελάκια, στο χολ του σπιτιού μας, όταν κοίταζα μέσα του το πρόσωπό μου. Ναι! αυτός ήταν. Ολόιδιος!
Οταν έφυγε μαζί με τον ελληνικό στόλο για την Αίγυπτο ήμουν μωρό, δεν θυμόμουν τίποτα από αυτόν. Δεν ήξερα τι πάει να πει πατέρας.
Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ αυτή τη στιγμή! Θα τη θυμάμαι όσο ο ήλιος θ’ ανατέλλει από την Ανατολή και θα δύει στη Δύση!»
Και βέβαια δεν πρόκειται να την ξεχάσεις, προσθέτω με σιγουριά, γιατί, όπως λέει κι ο συνονόματός σου ο Σαχτούρης, το λιοντάρι θ’ ανεβαίνει από τις σκάλες μπρος στο δικό σου δωμάτιο και θα γδέρνει με λύσσα την πόρτα σου να τηνε σπάσει.
Η ιστορία σου μοιάζει με παραμύθι…
Αλλά όλα παραμύθια είναι…, μου απαντά εκείνος, γιατί τα αληθινά γίνονται παραμύθια, και τα παραμύθια πολλές φορές, αλήθεια.
«Ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει».