Ο Μάριο Ντράγκι χθες έκλεισε οριστικά την πόρτα για ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου σβήνοντας τελείως τις όποιες ελπίδες για διατήρηση του waiver στα ελληνικά ομόλογα.
Μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ο Ντράγκι ήταν ξεκάθαρος: «Για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση είναι απαραίτητο το waiver. Το waiver για τα ελληνικά ομόλογα λήγει μετά το τέλος του προγράμματος. Το waiver θα υπάρχει μόνο όσο η Ελλάδα βρίσκεται σε πρόγραμμα διάσωσης», δηλαδή για ακόμα 25 ημέρες, σημείωσε χαρακτηριστικά ο κεντρικός τραπεζίτης,.
Η λήξη του waiver μετά τις 20 Αυγούστου, πέραν από την οριστική απώλεια του QE, σημαίνει και ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν θα μπορεί να δανείζεται (κατά παρέκκλιση των κύριων κανόνων της ΕΚΤ) με τα χαμηλά επιτόκια της Ευρωτράπεζας.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης QE μόνο εάν είχε το waiver. Ωστόσο, ο κανονισμός της ΕΚΤ δεν επιτρέπει τη διατήρησή του για χώρες εκτός προγράμματος ή για χώρες τα ομόλογα των οποίων δεν έχουν υψηλή βαθμολογία από τους επενδυτικούς οίκους. Τα ελληνικά ομόλογα βρίσκονται ακόμη στην κατηγορία υψηλού ρίσκου (junk bond) ενώ η ελληνική οικονομία από τις 20 Αυγούστου και μετά θα ενταχθεί σε ένα νέο καθεστώς αυξημένης εποπτείας το οποίο όμως δεν θεωρείται πρόγραμμα.
Στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου ο Μάριο Ντράγκι, αφού καλωσόρισε «τις επιτυχημένες ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης», πρόσθεσε πως αναμένει «την επιτυχή ολοκλήρωση του Μνημονίου».

ΔΝΤ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΕΟΣ. Μετά το διπλό όχι του Μάριο Ντράγκι σε waiver και QE, σήμερα στην Αθήνα τα βλέμματα όλων στρέφονται στην Ουάσιγκτον. Εκεί συνεδριάζει το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με στόχο την έγκριση της έκθεσης που έχει συνταχθεί για την Ελλάδα στο πλαίσιο του άρθρου 4 του κανονισμού του ΔΝΤ. Αν και μετά την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης ο εκπρόσωπος του Ταμείου για το ελληνικό πρόγραμμα Πίτερ Ντόλμαν έχει ανακοινώσει τα βασικά συμπεράσματα του Ταμείου, η έκθεση έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον επειδή θα περιέχει την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Με βάση τα όσα έχουν γίνει ήδη γνωστά, το χρέος αναμένεται ότι θα χαρακτηρίζεται ως βιώσιμο για την περίοδο μέχρι και το 2032, και αυτό θα συνδεθεί με μια σειρά από προϋποθέσεις, κυριότερη εκ των οποίων θα είναι η υλοποίηση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων από την πλευρά της Ελλάδας. Σε αυτές περιλαμβάνεται η περικοπή των συντάξεων την οποία το ΔΝΤ αντιμετωπίζει ως διαρθρωτικό και όχι ως δημοσιονομικό μέτρο και το μαχαίρι στο αφορολόγητο όριο εισοδήματος. Ωστόσο σε μακροπρόθεσμη βάση θα εγείρονται σοβαρές ενστάσεις.

Ο MOODY’S. Το πολύ υψηλό ελληνικό χρέος, σχεδόν στο 180% του ΑΕΠ, μπορεί να ξεκινήσει να μειώνεται από το 2019 και μετά, αλλά θα παραμείνει πολύ υψηλό για τις επόμενες δεκαετίες εκτιμά ο οίκος Moody’s.
Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης, ο συνδυασμός πολύ μεγάλης διάρκειας ωριμάσεων και χαμηλών επιτοκίων μετριάζει τους κινδύνους που προκαλεί ένα τόσο υψηλό χρέος, ωστόσο η Ελλάδα ίσως χρειαστεί περαιτέρω ελάφρυνση χρέους στις αρχές της δεκαετίας του 2030, κάτι που αναγνωρίζει και η Ευρώπη.
Ο Moody’s, στην ετήσια έκθεσή της αποτιμά θετικά το γεγονός ότι η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό στενή εποπτεία από τους δανειστές, εκτιμώντας πως έτσι διασφαλίζεται ότι η Αθήνα θα παραμείνει σε μεταρρυθμιστική τροχιά.
Στο μέτωπο των επενδύσεων, ο διεθνής οίκος συγκρίνει την Ελλάδα με άλλες χώρες της ευρωζώνης που υπέφεραν από την κρίση και διαπιστώνει ότι οι επενδύσεις στη χώρα μας υπήρξαν πολύ αδύναμες. Σημειώνει ωστόσο η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να μειώσει τον υψηλό φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρήσεις και γενικότερα για τη δημιουργία φιλικότερου προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος και μένει να φανεί πόσο γρήγορα θα προχωρήσουν αυτές οι αλλαγές.
Στο βασικό σενάριο του Moody’s οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης παραμένουν μετριοπαθείς, με πρόβλεψη μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2%, τόσο για το τρέχον όσο για το επόμενο έτος. Ο οίκος παρατηρεί πως ο τραπεζικός τομέας παραμένει βασικό ευάλωτο σημείο παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις. Σημειώνει επιπλέον πως οι τράπεζες πρέπει να επιταχύνουν σημαντικά τις πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων.
Αναφορικά με την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εάν οι καλές επιδόσεις στην υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων συνεχιστούν και μετά το τέλος του προγράμματος. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγήσει σε ισχυρότερη του αναμενομένου βιώσιμη ανάπτυξη. Θετικά θα μπορούσε να αποτιμηθεί επίσης μια ταχύτερη του αναμενομένου βελτίωση στον τραπεζικό κλάδο. Στον αντίποδα, την πίεση για υποβάθμιση της οικονομίας θα μπορούσε να εντείνει μια απομάκρυνση της κυβέρνησης από τις δεσμεύσεις της και μια αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων ή ενδεχόμενες εντάσεις με τους πιστωτές της.