Σε 23 ημέρες από σήμερα, στις 20 Αυγούστου, τυπικά κλείνει για την Ελλάδα ο κύκλος των Μνημονίων. Τυπικά. Γιατί, ουσιαστικά, η επόμενη μέρα θα βρει την ελληνική οικονομία σε ένα νέο καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας που θα διαρκέσει έως και το 2020 και εγκλωβισμένη στην παγίδα του υψηλού χρέους για πολλά ακόμη χρόνια. Την ίδια ώρα, οι διεθνείς αγορές παραμένουν επιφυλακτικές, με την κυβέρνηση να φαίνεται να έχει εγκαταλείψει όχι μόνο τα σχέδια αλλά και τις σκέψεις που έκανε για νέα έξοδο στις αγορές πριν από την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, θέλοντας με μια τέτοια κίνηση να ενισχύσει το στόρι της εξόδου από το τρίτο Μνημόνιο.
Τα δύσκολα και οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία είναι μπροστά. Ο Μοχάμεντ ελ Εριάν, ένας από τους πιο γνωστούς οικονομολόγους και επενδυτές στον κόσμο, σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» παρομοιάζει την Ελλάδα με την εικόνα ενός ασθενούς ο οποίος έχοντας μείνει στην Εντατική και σε αρκετούς θαλάμους φροντίδας, τώρα βγαίνει από το νοσοκομείο. «Μπορεί να περπατήσει αργά, αλλά δεν είναι ακόμη αρκετά δυνατός για να περπατήσει με ζωντάνια ή για να τρέξει».
Το ελληνικό χρέος παραμένει υψηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ, επισημαίνει ο Ελ Εριάν, παρά τις αποφάσεις του Eurogroup της 21ης Ιουνίου με τα μέτρα ελάφρυνσής του και τη δεκαετή επιμήκυνση των λήξεων.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι στις αγορές εξακολουθεί να υπάρχει φόβος και το χρέος είναι τόσο υψηλό που η χώρα δεν μπορεί να αναλάβει επιπλέον χρέος προκειμένου να χρηματοδοτήσει μελλοντικά σχέδιά της, το λεγόμενο debt overhang.
Την παγίδα του υψηλού χρέους επισημαίνει και ο διεθνής πιστοληπτικός οίκος Moody’s, ενώ το ίδιο αναμένεται να επαναλάβει την ερχόμενη εβδομάδα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Στη χθεσινή συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ταμείου εξετάστηκε η έκθεση η οποία αναμένεται να χαρακτηρίσει το χρέος ως βιώσιμο για την περίοδο μέχρι και το 2032, αν και αυτό θα συνδεθεί με μια σειρά από προϋποθέσεις, αλλά σε μακροπρόθεσμη βάση θα εγείρονται σοβαρές ενστάσεις.
Στις 20 Αυγούστου, μαζί με το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής τελειώνει για την Ελλάδα και το waiver. Αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν θα μπορεί να δανείζεται (κατά περέκκλιση των κύριων κανόνων της ΕΚΤ) με τα χαμηλά επιτόκια της Ευρωτράπεζας.
Μέχρι τώρα, οι ελληνικές τράπεζες απολάμβαναν το προνόμιο αυτό επειδή η Ελλάδα παρέμενε σε πρόγραμμα, γεγονός που διασφάλιζε τη Φρανκφούρτη. Χωρίς waiver δεν υπάρχει και ποσοτική χαλάρωση (QE), όπως ξεκαθάρισε ο Μάριο Ντράγκι. Εξαιτίας της χαμηλής βαθμολογίας των ελληνικών ομολόγων, δεν είναι δυνατή η ένταξή τους στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.
Μπορεί το QE να χαλαρώνει τον Σεπτέμβριο και να εκπνέει στο τέλος του έτους, αλλά μέσα σε αυτό το τετράμηνο η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να ευνοηθεί από την τόνωση της ρευστότητας, την οποία θα προσέφερε η ένταξη στο πρόγραμμα της ΕΚΤ, που έχει βοηθήσει σημαντικά μέχρι σήμερα τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης.
Η ένταξη της Ελλάδας στο QE θα βοηθούσε στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του spread των ελληνικών ομολόγων. Μάλιστα, εκτιμήσεις της Τραπέζης της Ελλάδος αναφέρουν ότι αν η Ελλάδα διατηρούσε το waiver και είχε ενταχθεί στο QE, τότε τα επιτόκια του 10ετούς ομολόγου θα ήταν τουλάχιστον 0,70 μονάδες χαμηλότερα από τα επίπεδα του 3,85% που κινούνται σήμερα.
Με το ενδιαφέρον και τη ρευστότητα στις διεθνείς αγορές λόγω καλοκαιριού να βρίσκονται σε ιδιαίτερα περιορισμένα επίπεδα, όλα οδηγούν τον ΟΔΔΗΧ να περιμένει αρκετά πριν κάνει μια νέα κίνηση στις αγορές, αφού σκοπός είναι να προσελκύσει μακροπρόθεσμους επενδυτές και όχι κερδοσκοπικά funds, τα οποία θα ζητήσουν υψηλά επιτόκια και θα πουλήσουν τους ελληνικούς τίτλους με οποιαδήποτε αφορμή. Αμεση ανάγκη χρημάτων δεν υπάρχει. Το μαξιλάρι ασφαλείας που έχει δημιουργηθεί ήδη και θα διευρυνθεί τις επόμενες ημέρες με την εκταμίευση της τελευταίας δόσης των 15 δισ. ευρώ καλύπτει πλήρως τις χρηματοδοτικές ανάγκες έως και το τέλος του 2022. Με τα σημερινά δεδομένα, στην Τράπεζα της Ελλάδος υπάρχουν ρευστά διαθέσιμα της τάξεως των 20 δισ. ευρώ. Στο ποσό αυτό θα προστεθούν τα 15 δισ. ευρώ από την τελευταία δόση του ESM, ανεβάζοντας τον λογαριασμό στα 35 δισ. ευρώ.