Ακίνητα η αξία των οποίων ξεπερνά τα 19,3 εκατομμύρια ευρώ έχουν περάσει στα χέρια ρώσων επενδυτών την τελευταία πενταετία. Με τον Πολύγυρο της Χαλκιδικής να αποτελεί την πρώτη επιλογή και αξιοποιώντας το πρόγραμμα “Golden Visa”, περισσότεροι από 400 Ρώσους έχουν αποκτήσει παραθεριστικές και όχι μόνο κατοικίες σε όλη την Ελλάδα. Την ίδια ώρα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ρωσικών επιχειρήσεων βρίσκονται και μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τους κλάδους τυποποίησης, επεξεργασίας και μεταποίησης αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων οι οποίες επιδιώκουν με τον τρόπο αυτό να ξεπεράσουν το εμπόδιο του εμπάργκο στις εξαγωγές από την Ευρωπαϊκή Ενωση προς τη χώρα τους.
Ωστόσο η Ελλάδα δεν δείχνει να αποτελεί την πρώτη επιλογή επενδύσεων ρωσικών συμφερόντων μικρών και μεγάλων καθώς σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας το απόθεμα των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων της Ρωσίας στην Ελλάδα μέχρι το 2017 ήταν στα 733 εκατομμύρια δολάρια παρουσιάζοντας αύξηση κατά 7,3% σε σχέση με το 2016, ποσό που αντιπροσωπεύει μόλις το 0,19% του συνόλου των ρωσικών επενδύσεων στο εξωτερικό. Κλάδοι στους οποίους έχουν πραγματοποιηθεί επενδύσεις είναι οι τομείς του τουρισμού, των ακινήτων, των τροφίμων της ενέργειας, των χρηματοοικονομικών.
Θέλουν μονοκατοικίες και τουριστικές μονάδες
Το αυξημένο ενδιαφέρον που παρατηρείται το τελευταία χρόνια για αγορά ακινήτων στην Ελλάδα από ρώσους πολίτες συνδυάζεται κυρίως με το αυξημένο τουριστικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η χώρα για τους ρώσους τουρίστες. Σύμφωνα με στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2018 ο συνολικός αριθμός χορηγήσεων αδειών παραμονής σε πολίτες από τη Ρωσία που προχώρησαν σε αγορές ακινήτων έφτασε τις 426 όταν το Δεκέμβριο του 2017 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 395 άδειες και στο πρώτο τετράμηνο του 2018 ο συνολικός αριθμός αυξήθηκε σε 412 άδειες. Από τα στοιχεία επαγγελματιών της αγοράς ακινήτων οι επιλογές των ρώσων αγοραστών αφορούν κυρίως την περιοχή της Χαλκιδικής, μονοκατοικίες και ακριβά παραθεριστικά ακίνητα, ενώ το τελευταίο διάστημα έχει αναπτυχθεί κινητικότητα και για μικρές τουριστικές μονάδες. Στην πρώτη θέση βρίσκονται οι Κινέζοι με 1.351 άδειες παραμονής μέσω αγοράς ακινήτων, αλλά με επενδύσεις μόλις 10,7 εκατ. ευρώ καθώς τον αγοραστικό τους ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην απόκτηση κατοικιών στην Αθήνα σε παλαιές κυρίως πολυκατοικίες του κέντρου.
Παράλληλα έντονο είναι το ενδιαφέρον των Ρώσων και για μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τον κλάδο του αγροτοδιατροφικου τομέα. Οπως αναφέρουν επιχειρηματικοί παράγοντες από τη Βόρεια Ελλάδα, οι κινήσεις αυτές έχουν στόχο επιχειρήσεις στην Πιερία, την Πέλλα, την Ημαθία αλλά και τη Χαλκιδική ακόμα και μέσω της δημιουργίας μεικτών επιχειρήσεων. Πρόκειται κυρίως για εταιρείες διαλογής φρούτων καθώς και επεξεργασίας φρούτων – λαχανικών αλλά και μεταποίησης κρεάτων. Επίσης, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές, στο στόχαστρο των ρώσων επενδυτών έχουν βρεθεί, πάλι στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Ελλάδας, και μικρές τυροκομικές μονάδες.
Οι κινήσεις αποκτήσης επιχειρήσεων εκδηλώθηκαν στην πλειονότητά τους μετά την επιβολή εμπάργκο στις εξαγωγές των ευρωπαϊκών και ελληνικών προϊόντων προς τη Ρωσία, γεγονός το οποίο επέφερε στην Ελλάδα μεγάλο πλήγμα κυρίως σε επιχειρήσεις του αγροδιατροφικού τομέα που δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν εξαγωγές και αντίστοιχα σε ρωσικές επιχειρήσεις που δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν εισαγωγές προϊόντων.
Ενδεικτικές των παραπάνω εξελίξεων είναι και οι επισημάνσεις που κάνει το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών στη Μόσχα στην ετήσια έκθεσή του για το 2017 που αναφέρει σε ποιους τομείς επικεντρώνονται οι επενδύσεις στην Ελλάδα μέσω μεικτών επιχειρήσεων. “Οι επενδύσεις στο γεωργικό τομέα και στην επεξεργασία γεωργικών προϊόντων, κυρίως μέσω μεικτών επιχειρήσεων. Ειδικά σε τομείς προτεραιότητας για τους Ρώσους, όπως τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα βιολογικά προϊόντα “.
Τρόποι αποφυγής του εµπάργκο
Οσον αφορά το διμερές εξωτερικό εμπόριο των δύο χωρών στον τομέα των αγροτικών προϊόντων, η έκθεση σημειώνει ότι το εμπάργκο έπληξε ιδιαίτερα τις ελληνικές εξαγωγές του αγροδιατροφικού τομέα προς Ρωσία. Συγκεκριμένα ενώ το 2013 οι ελληνικές εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων αντιστοιχούσαν στο 41,5% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών, το 2017 αντιστοιχούσαν στο 14,6%. Την πενταετία 2013-2017 η μείωση των ελληνικών εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων ανήλθε στο 80%, αναφέρει η έκθεση, γεγονός που δικαιολογεί και το ενδιαφέρον για την ανάγκη μεικτών επιχειρήσεων με στόχο να αλλάξει η εικόνα αυτή.
Ωστόσο παρά τη μείωση έναντι του 2013, σύμφωνα πάντα με την έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στη Μόσχα, τα γεωργικά προϊόντα τα οποία αποτελούν μεγάλο μέρος των ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία το 2017 σημείωσαν σημαντική άνοδο. «Τα σημαντικότερα ελληνικά γεωργικά προϊόντα που εξήχθησαν στη Ρωσία το 2017 ήταν τα ακατέργαστα καπνά (4,1% επί συνόλου εξαγωγών), τα πούρα (2,3%), το ελαιόλαδο (2%), τα γλυκά κουταλιού – μαρμελάδες (1,9%), λαχανικά παρασκευασμένα (1,4%), ξηροί καρποί (0,9%) κ.λπ. Τα εν λόγω προϊόντα παραμένουν μεταξύ των σημαντικότερων ελληνικών εξαγωγών καθ’ όλη τη διάρκεια της πενταετίας 2013-2017».
Μάλιστα παρά τα ρωσικά αντίμετρα έναντι των δυτικών κυρώσεων, σε μια μεγάλη κατηγορία τροφίμων συνεχίζουν να υπάρχουν και σημαντικές ευκαιρίες καθώς δεν πλήττονται από τους περιορισμούς, όπως π.χ. γλυκίσματα, προϊόντα αρτοποιίας, αλκοολούχα ποτά, παιδικές τροφές (στις οποίες επιτρέπεται και το κρέας), γαλακτοκομικά χωρίς λακτόζη κ.λπ. Τα συγκεκριμένα ελληνικά προϊόντα σημείωσαν το 2017 μεγάλη ποσοστιαία αύξηση στις εξαγωγές τους προς τη Ρωσια έναντι του 2016, και ειδικότερα ανάμεσα σε αυτά είναι: καφές (+82%), πιπέρι (+112%), μπαχαρικά (+372%), άλευρα πλην σίτου (+77,8%), γλυκαντικές ουσίες (π.χ. γλυκόζη +1.126%), σοκολάτα και παρασκευάσματα αυτής (+460%), χυμοί φρούτων (+262%), σάλτσες (+104%), νερά με προσθήκη ζάχαρης (+2.452%).