Η συσσωρευμένη καύσιμη ύλη, ο δυνατός αέρας –με τις ριπές του να φτάνουν ακόμη και τα 10 μποφόρ –αλλά και ο βαθμός διασύνδεσης του αστικού με το δασικό περιβάλλον ήταν παράγοντες που πολλαπλασίασαν την ένταση και την επικινδυνότητα της πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική, η οποία στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 87 ανθρώπους και έκαψε περίπου 13.000 στρέμματα.
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, το Μάτι, η Ραφήνα και η Κινέτα ήταν από τις… τυχερές περιοχές, καθώς σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν είχαν καταγραφεί πυρκαγιές. Επιστήμονες από το Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Πανεπιστημίου Πατρών χαρτογράφησαν τις πυρκαγιές που έχουν ξεσπάσει από το 1984 έως το 2015 στον Νομό Αττικής.
Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Νίκος Κούτσιας, στον χάρτη εμφανίζονται οι περιοχές που έχουν καεί στο χρονικό αυτό διάστημα. Μάλιστα κάποιες από αυτές είναι και… συνήθεις ύποπτες, όπως είναι η Πεντέλη, η περιοχή της Μαλακάσας και εκείνη του Σουνίου, στις οποίες έχουν ξεσπάσει πυρκαγιές περισσότερες από τρεις ή τέσσερις φορές. Είναι ενδεικτικό πως την επιστημονική αυτή διαπίστωση έρχεται να επιβεβαιώσει η πυρκαγιά που ξέσπασε την Πέμπτη με δύο εστίες φωτιάς στην ευρύτερη περιοχή του Λαυρίου –η μία στην περιοχή του Εθνικού Δρυμού του Σουνίου και η δεύτερη στη θέση Καταφύγι πάνω από την Παλαιά Φώκαια.
Σημειώνεται πως οι επιστήμονες, έχοντας στη διάθεσή τους περισσότερες από 20.000 εικόνες συνολικά για όλη την Ελλάδα από το πρόγραμμα LANDSAT, το οποίο ξεκίνησε από τη NASA το 1972, άρχισαν το 2001 –και σε δύο φάσεις –να κάνουν τη γεωγραφική ανάλυση των πυρκαγιών της Αττικής.
«Εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως η Κινέτα, το Μάτι και η Ραφήνα είναι από τις περιοχές στις οποίες δεν έχει ξεσπάσει πυρκαγιά από το 1984. Αυτό λοιπόν σημαίνει πως στις περιοχές αυτές όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε συσσώρευση βιομάζας, δηλαδή καύσιμης ύλης» τονίζει ο Νίκος Κούτσιας.
Η ποσότητα της καύσιμης ύλης, όπως και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της –πρόκειται για ένα ώριμο πευκοδάσος –σε συνδυασμό με τους δυνατούς ανέμους ήταν βασικοί παράγοντες που επηρέασαν την ένταση της φωτιάς τόσο στην Ανατολική Αττική όσο και στην περιοχή της Κινέτας.
Αστραπιαία έκαιγε το ώριμο πευκοδάσος

«Τα πευκοδάση έχουν έναν χρονισμό 60 – 80 ετών, τότε είναι πλέον ώριμα. Στο Μάτι, τα περισσότερα πεύκα ήταν ηλικίας 40 – 50 ετών, άρα μιλάμε για συσσωρευμένη καύσιμη ύλη. Γι’ αυτό και όταν ξεκίνησε η φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη –περιοχή που έχει ξανακαεί –είχε μεν γρήγορη ταχύτητα, αλλά δεν είχε δύναμη να “ανέβει”. Οταν όμως πέρασε στον Βουτζά και το Μάτι, τότε η εξάπλωση ήταν αστραπιαία, αφού έκαιγε το ώριμο πευκοδάσος. Αλλά και το γεγονός ότι είχαμε δυνατό άνεμο, εντάσεως 7 και 8 μποφόρ, και ριπές ανέμου ώς 120 χλμ./ώρα –δηλαδή πάνω από 10 μποφόρ –βοήθησε στη μεταδοτικότητα της φωτιάς» εξηγεί ο αναπληρωτής ερευνητής, υπεύθυνος του Εργαστηρίου Δασικών Πυρκαγιών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων Γαβριήλ Ξανθόπουλος.
Προσθέτει δε πως ίδια ήταν η κατάσταση και στην πυρκαγιά της Κινέτας: «Πρόκειται για μια περιοχή που είχε καεί δεξιά και αριστερά και είχε μείνει άκαυτη η συγκεκριμένη λωρίδα με το ψηλό πευκοδάσος. Το 1985 είχε καεί το όρος Πατέρας ενώ φωτιές είχαν εκδηλωθεί και στα Γεράνεια Ορη».
Από τα κυρίαρχα ζητήματα σε μια μεγάλη πυρκαγιά είναι και οι ζώνες διασύνδεσης του αστικού με το δασικό περιβάλλον. «Οσο αυτό είναι διακριτό, τότε δεν δημιουργούνται προβλήματα. Στις περιπτώσεις που υπάρχει συνύπαρξη σε μεγάλο βαθμό, τότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε φωτιές που βάζουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές και κατοικίες, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Ανατολικής Αττικής» αναφέρει ο αναπληρωτής καθηγητής Νίκος Κούτσιας.
Οπως σημειώνουν οι επιστήμονες, οι παράγοντες που συνέβαλαν στην ένταση των πυρκαγιών της περασμένης Δευτέρας επηρεάζουν κάθε πυρκαγιά στη Μεσόγειο και θα πρέπει να μελετηθούν μαζί και ολιστικά. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ερευνητή Γαβριήλ Ξανθόπουλο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως στην ένταση και κυρίως την εξάπλωση έπαιξε ρόλο «και η ανεπάρκεια της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας να ανταποκριθεί στην αρχική εστία φωτιάς. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πυροσβέστες δεν πήγαν έγκαιρα στην πυρκαγιά, αλλά ότι δεν μπόρεσαν να την “πιάσουν”».
Για τον καθηγητή Φυσικών Καταστροφών του Πολυτεχνείου Κρήτης και ακαδημαϊκό Κώστα Συνολάκη, η ένταση της καταστροφής έχει δύο παράγοντες, «το φυσικό φαινόμενο και την επικινδυνότητα. Η πυρκαγιά στο Μάτι ως φυσικό φαινόμενο δεν ήταν τόσο έντονη και θα τελείωνε στη θάλασσα εάν δεν υπήρχαν τα σπίτια. Ηταν, όμως, μια προβλέψιμη, για την οποία θα έπρεπε να κινητοποιηθεί ο μηχανισμός, να γίνει εκκένωση και να δημιουργηθούν οδοί διαφυγής, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε».
Μεγάλες πυρκαγιές κάθε 8 – 10 χρόνια

Η ανασύσταση του πρόσφατου ιστορικού των δασικών πυρκαγιών στην Αττική από το Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Πανεπιστημίου Πατρών έδειξε και μια περιοδικότητα στην εμφάνιση μεγάλων πυρκαγιών στον Νομό Αττικής. Το 1985, το 1992, το 1998 και το 2009 είναι οι χρονιές που καταγράφηκαν μεγάλης έντασης πυρκαγιές.
«Αρκεί να κοιτάξει κανείς τα στοιχεία σε ετήσια βάση και θα δει πως η πυρική δραστηριότητα παρουσιάζει εξάρσεις. Προσπαθήσαμε να εκτιμήσουμε αυτές τις εξάρσεις και διαπιστώσαμε πως κάποια από τα ακραία φαινόμενα είχαν άρρηκτη σχέση με τα μετεωρολογικά φαινόμενα και την ξηρασία. Οπως συνέβη στην περίπτωση της Πελοποννήσου το 2007, όπου η θερμοκρασία σημείωσε άνοδο σε σχέση με τη μέση μέγιστη τιμή και είχαμε παρατεταμένη ξηρασία» υπογραμμίζει ο Νίκος Κούτσιας.
Στο μεταξύ, μελέτη που βρίσκεται σε εξέλιξη και πραγματοποιεί ο Νίκος Κούτσιας με την επιστημονική του ομάδα αξιοποιεί τα ιστορικά στοιχεία που αφορούν τις πυρκαγιές που ξέσπασαν από το 1922 και τα αντιπαρέβαλαν με τα αντίστοιχα στοιχεία του 2014. «Διαπιστώσαμε πως το 1922 οι φωτιές της… άνοιξης, για αγροτικές κυρίως εργασίες, έμπαιναν περίπου το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου. Το 2014 οι αντίστοιχες φωτιές ξεκινούσαν νωρίτερα, στις αρχές του Φλεβάρη». Νωρίτερα, όμως, μπαίνουν και οι καλοκαιρινές πυρκαγιές, καθώς το 1922 οι πρώτες φωτιές του καλοκαιριού ξεσπούσαν στα μέσα Ιουνίου. «Το 2014 οι πρώτες πυρκαγιές έκαναν την εμφάνισή τους στα τέλη Απριλίου. Μάλιστα, από 75 ημέρες που ήταν το συνολικό διάστημα κατά το οποίο καταγράφονταν καλοκαιρινές φωτιές το 1922, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, το διάστημα αυτό διπλασιάστηκε –αυξήθηκε στις 146 ημέρες. Βλέπουμε, λοιπόν, πως πλέον οι πυρκαγιές ξεκινούν νωρίτερα και τελειώνουν αργότερα το καλοκαίρι και αυτό είναι αποτέλεσμα κυρίως της κλιματικής αλλαγής».