Η λέξη που εξορκίζουν όλοι είναι η «πλημμύρα». Και η ειρωνεία είναι πως ενώ την ώρα της κορύφωσης των πυρκαγιών όλοι εύχονταν να βρέξει πολύ, τώρα αυτό το ενδεχόμενο προκαλεί φόβο.
Ετσι, από τη μια ελπίζουν να προλάβουν να θωρακίσουν με αντιδιαβρωτικά έργα τις περιοχές που κάηκαν πριν να αρχίσουν τα πρωτοβρόχια και από την άλλη ανησυχούν μη βρέξει, όπως χθες σε αρκετές περιοχές της Αττικής, γιατί τότε, όπως λένε, τα χώματα και οι λάσπες θα δώσουν το τελειωτικό χτύπημα στα καμένα…
Εάν επιβεβαιωθεί ο φόβος τους και πέσουν μεγάλες ποσότητες νερού, τότε το μεγαλύτερο πρόβλημα θα εμφανιστεί στις καμένες περιοχές με τα περισσότερα ρέματα. Κι αυτό σημαίνει ότι η Κινέτα κινδυνεύει περισσότερο λόγω του μεγάλου αριθμού ρεμάτων που υπάρχουν, αλλά και οι περιοχές γύρω από το ρέμα της Ραφήνας.
Πλέον, ο προγραμματισμός μπορεί να αποβεί ακόμη και άκαρπος. Τα προηγούμενα χρόνια, όπως επισημαίνουν, ήταν λιγότερες οι πιθανότητες να πλημμυρίσουν κατακαλόκαιρο αστικές περιοχές. Τώρα, όπως έδειξε και η Μελέτη της Τραπέζης της Ελλάδος που παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2011, οι μεταβολές στη συχνότητα και την ένταση των καιρικών φαινομένων θα είναι μία από τις κύριες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Η νέα πραγματικότητα στην Αττική
Αφήνοντας όμως κατά μέρος τις υποθέσεις, η αλήθεια είναι πως οι πυρκαγιές έκαψαν πνεύμονες πρασίνου. Στα Γεράνεια Ορη, η εκτίμηση είναι ότι –έως τώρα –έχουν αποτεφρωθεί από 40.000 έως 50.000 στρέμματα δασικής έκτασης. Η περιοχή έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών (Natura 2000). Την πανίδα της αποτελούν τσακάλια, αλεπούδες, λαγοί, γεράκια κ.ά., ενώ έχουν καταγραφεί 950 είδη και υποείδη φυτών (πολλά από αυτά, σπάνια). Και το οικολογικό σύστημα συμπληρώνουν πλατάνια, βελανιδιές, πουρνάρια και μυρτιές.
Οπως εξηγεί ο συντονιστής δράσεων στην Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης Μίλτος Γκλέτσος, «η φωτιά είναι μέσα στον κύκλο των μεσογειακών οικοσυστημάτων». Σύμφωνα με τον ίδιο, «κάποια στιγμή το μεσογειακό δάσος θα καεί. Αυτό συνέβαινε και θα συμβαίνει. Και μετά αναγεννάται». Είναι όμως καθησυχαστική αυτή η απάντηση; «Μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει ανθρώπινη παρέμβαση» εξηγεί ο Μίλτος Γκλέτσος. «Η εικόνα για τα επόμενα δύο – τρία χρόνια με τα καμένα θα είναι τρομακτική, αλλά μετά, αν δεν αλλάξουν οι χρήσεις γης, οι πληγές επουλώνονται. Εκεί όπου πραγματικά υπάρχει μεγάλο πρόβλημα είναι οι περιοχές με μεικτές χρήσεις, όπου μέσα στο δάσος υπάρχουν οικισμοί… Τα τελευταία 30 χρόνια όλες οι οικολογικές οργανώσεις σκεκόμαστε στο θέμα της εκτός σχεδίου δόμησης. Εκεί είναι η αιτία του κακού».
Από τις φωτιές κάηκαν χελώνες, αλεπούδες, σκαντζόχοιροι, φίδια, σαύρες κι άλλα είδη κυρίως στα Γεράνεια Ορη αλλά και στις άλλες περιοχές. Τις τελευταίες μέρες, όπως λέει η εκπρόσωπος της ANIMA – Σύλλογος Προστασίας και Περίθαλψης Αγριας Ζωής Μαρία Γανωτή, εθελοντές έφεραν στο Κέντρο καμένες χελώνες, αλεπούδες αλλά και πουλιά. Το… θετικό είναι, όπως εξηγεί η Μαρία Γανωτή, ότι οι πυρκαγιές δεν ξέσπασαν πριν από έναν μήνα. Γιατί; Επειδή τότε θα έβρισκαν τα μικρά στις φωλιές τους. «Τώρα πρόλαβαν να ξεφωλιάσουν και μπορούσαν να απομακρυνθούν από τις φλόγες» συμπληρώνει. Και η ίδια δηλώνει εν μέρει αισιόδοξη. «Το μεσογειακό οικοσύστημα είναι προσαρμοσμένο στις φωτιές. Η φύση έχει τους μηχανισμούς για να ανακάμψει. Αρκεί να μην υπάρξουν ανθρώπινες παρεμβάσεις…» επισημαίνει χαρακτηριστικά. Κατά τον επίτιμο πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης Γιώργο Σφήκα, «τα δάση –και ιδίως τα πευκοδάση –αναγεννώνται φυσικά». Οπως εξηγεί, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Πεντέλη, όπου έπειτα από δέκα χρόνια το δάσος ξαναδημιουργήθηκε σε πολλά σημεία. «Το πρόβλημα στα δάση είναι η δημιουργία οικισμών μέσα σε αυτά» τονίζει.
Αλλαγή

του μικροκλίματος

Αν και ακόμη δεν υπάρχει πλήρης εικόνα της καταστροφής, το σίγουρο είναι ότι το μικροκλίμα της περιοχής –μέχρι η φύση να επανακάμψει –θα αλλάξει. Το πόσο, είναι ακόμη πρόωρο να εκτιμηθεί.
Ωστόσο, όπως έχει αποδειχθεί από επιστημονικές έρευνες (πολυκεντρικό πρόγραμμα Assessment and Prevention of Acute Health Effects of Weather Conditions in Europe, που χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ και χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα για 15 πόλεις για τα έτη 1990-2000), η αύξηση της θερμοκρασίας αυξάνει την ημερήσια θνησιμότητα. Ειδικότερα, όπως προέκυψε για κάθε βαθμό αύξησης της θερμοκρασίας πάνω από το όριο ελάχιστης θνησιμότητας ανά πόλη, εκτιμήθηκε αύξηση περίπου 1,8% στην ημερήσια θνησιμότητα στις πόλεις της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης (Βουδαπέστη, Δουβλίνο, Ελσίνκι, Ζυρίχη, Λονδίνο, Παρίσι, Πράγα και Στοκχόλμη) και 3,1% στις μεσογειακές πόλεις (Αθήνα, Βαλένθια, Ρώμη και Τορίνο).
Ποιες περιοχές απειλούνται
Η Ανατολική Στερεά, η Εύβοια, η Θεσσαλία, τα νησιά του Αιγαίου και η Κρήτη θεωρούνται πιο «ευάλωτες» για πυρκαγιές τα επόμενα χρόνια. Κι αυτό διότι η κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με διεθνή έρευνα που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, καθορίζει πλέον τόσο την ένταση όσο και τις επιπτώσεις των δασικών πυρκαγιών σε διεθνές επίπεδο.
Ετσι, η Μεσόγειος (εδώ συμπεριλαμβάνονται οι προαναφερόμενες περιοχές) μαζί με την Ανατολική Αυστραλία απειλούνται με αύξηση των ακραίων πυρκαγιών από 20% έως 50% τις επόμενες δεκαετίες.
Οπως προκύπτει, οι 6,7 –κατά μέσο όρο –ημέρες καύσωνα της περιόδου αναφοράς 1961-1990 προβλέπεται να διπλασιαστούν (12,8 ημέρες) την περίοδο 2021-2050 και να πενταπλασιαστούν (30,5 ημέρες) την περίοδο 2071-2100.
Πυρκαγιές και θνησιμότητα
Οι δασικές πυρκαγιές ευθύνονται για τη θνησιμότητα από καρδιακά και αναπνευστικά αίτια. Αυτό προκύπτει από μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Εργαστήριο Υγιεινής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Κλέα Κατσουγιάννη, Γιάννης Γεωργιάδης) για το διάστημα Μάιος – Σεπτέμβριος της περιόδου 1998-2004.
Από την έρευνα προέκυψε ότι τις ημέρες με μεγάλες πυρκαγιές (όταν καίγεται έκταση μεγαλύτερη των 30.000 στρεμμάτων) σημειώνεται αύξηση κατά 50% στον συνολικό αριθμό των θανάτων: 44% στους θανάτους ανθρώπων κάτω από 75 ετών και 56% των μεγαλυτέρων. Η έρευνα έδειξε ότι ο συνολικός αριθμός των θανάτων και οι θάνατοι από καρδιακές αιτίες αυξάνονται περισσότερο τις ημέρες των πυρκαγιών, ενώ οι θάνατοι από αναπνευστικά προβλήματα αυξάνονται περισσότερο και τις δύο επόμενες ημέρες.