Η επίτευξη του στόχου για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα πέντε χρόνια αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα αφού θα πρέπει όχι μόνο να συνυπολογιστεί η επιτακτική ανάγκη για ανάκαμψη της οικονομίας μέσω ισχυρής ανάπτυξης, αλλά και να υπάρξει ευρεία κοινωνική στήριξη.
Πρακτικά, μετά τη λήξη του προγράμματος, έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία να αισθανθεί μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ότι θα υπάρξει σημαντική και ουσιαστική βελτίωση όχι μόνο στους αριθμούς, αλλά και στην καθημερινότητα των πολιτών όσον αφορά την οικονομία. Αυτό σημειώνει σε συνέντευξη που παραχώρησε στα «ΝEA» ο Μοχάμεντ Ελ Εριάν, ένας από τους πιο γνωστούς οικονομολόγους και θεσμικούς επενδυτές στον κόσμο, που κατέχει σήμερα τη θέση του επικεφαλής οικονομολόγου της Allianz. Η Allianz είναι μητρική της PIMCO, της μεγαλύτερης εταιρείας επενδύσεων σε ομόλογα στον κόσμο, στην οποία ο Ελ Εριάν έχει διατελέσει διευθύνων σύμβουλος επί σειρά ετών.
Ως ένας από τους πλέον αρμόδιους να μιλήσει για τις αγορές ενόψει των σχεδίων έκδοσης ελληνικών ομολόγων, προειδοποιεί ότι δεν έχουν ξεπεραστεί ακόμη οι φόβοι για τη βιωσιμότητα χρέους της χώρας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό εξακολουθεί να δημιουργεί προβληματισμούς στους διεθνείς επενδυτές, επηρεάζοντας εντέλει αρνητικά την εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων. Επιπλέον όπως χαρακτηριστικά αναφέρει “εξακολουθεί να υπάρχει φόβος στις αγορές ότι το χρέος είναι τόσο ψηλό που η χώρα δεν μπορεί να αναλάβει επιπλέον χρέος προκειμένου να χρηματοδοτήσει μελλοντικά σχέδιά της –το λεγόμενο debt overhang”.
Οι επισημάνσεις του Ελ Εριάν σηματοδοτούν μερικές μόνο από τις σημαντικές προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση το αμέσως επόμενο διάστημα, σε μια περίοδο μάλιστα που οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία αυξάνονται. Μεγάλες προκλήσεις παραμένουν σε παγκόσμιο επίπεδο ένας πλήρους έκτασης εμπορικός πόλεμος αλλά και συνέχιση της συναλλαγματικής κρίσης σε αναδυόμενες οικονομίες όπως η Τουρκία και η Αργεντινή, σημειώνει.
Ποιες είναι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος στήριξης;
Η Ελλάδα έχει ανακάμψει από οικονομικής απόψεως αλλά δεν αναπτύσσεται ακόμη με επαρκώς ισχυρούς ρυθμούς, ούτε η ανάπτυξη αυτή αφορά ακόμη όλους όσους θα έπρεπε. Η εικόνα που έρχεται στο μυαλό είναι αυτή ενός ασθενούς ο οποίος, έχοντας μείνει στην εντατική και σε αρκετούς θαλάμους φροντίδας, τώρα βγαίνει από το νοσοκομείο. Μπορεί να περπατήσει αργά, αλλά δεν είναι ακόμη αρκετά δυνατός για να περπατήσει με ζωντάνια ή να τρέξει. Για να γίνει αυτό, ο ασθενής θα πρέπει να ξεπεράσει ορισμένες διαρθρωτικές δυσλειτουργίες.
Εν ολίγοις, οι προοπτικές είναι καλύτερες για την Ελλάδα αν και δεν βρίσκεται ακόμη σε επίπεδο τέτοιο ώστε να απελευθερώσει τις σημαντικές δυνατότητες που έχει η οικονομία της και να διασφαλίσει ότι θα εκπληρωθούν οι δίκαιες επιθυμίες των πολιτών για οικονομική σταθερότητα και ευημερία.
Πιστεύετε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές στο άμεσο μέλλον; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να γίνει αυτό;
Με τη στενή έννοια, ναι, η Ελλάδα σίγουρα μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Ομως με πιο ευρύτερη έννοια που συνυπολογίζει και θέματα μακροπρόθεσμης οικονομικής ευημερίας και βιωσιμότητας, υπάρχει ένας σημαντικός παράγοντας. Και αυτός αφορά όχι μόνο το τι είναι αυστηρά εφικτό αλλά και το τι είναι εφικτό και επιθυμητό μαζί. Παρακαλώ επιτρέψτε μου να εξηγήσω. Εάν η χώρα επιλέξει να εκδώσει χρέος με διάρκεια δέκα χρόνια ή λιγότερα, πιστεύω ότι μια τέτοια διεθνής έκδοση ομολόγων από την Ελλάδα θα συγκεντρώσει το ενδιαφέρον πολλών επενδυτών κρατικών ομολόγων και θα καλυφθεί πλήρως. Ομως η Ελλάδα δεν έχει ακόμη καθησυχάσει πλήρως ανησυχίες των αγορών όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Ναι, οι λήξεις ομολόγων έχουν επιμηκυνθεί και τα επιτόκια είναι σχετικά χαμηλά, αλλά το χρέος παραμένει υψηλό ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Επομένως, εξακολουθεί να υπάρχει φόβος στις αγορές ότι το χρέος είναι τόσο ψηλό που η χώρα δεν μπορεί να αναλάβει επιπλέον χρέος προκειμένου να χρηματοδοτήσει μελλοντικά σχέδιά της –το λεγόμενο debt overhang. Αυτό μπορεί με τη σειρά του να επηρεάσει αρνητικά την εισροή άμεσων επενδύσεων που ευνοούν σημαντικά την ανάπτυξη.
Η Ελλάδα δεσμεύεται να διατηρήσει το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022. Πιστεύετε ότι αυτό είναι διατηρήσιμο; Πώς θα επηρεάσει τις προοπτικές για ανάπτυξη και την εμπιστοσύνη των επενδυτών;
Ερώτηση-κλειδί εδώ είναι εάν αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να δημιουργηθεί για πέντε συνεχή χρόνια χωρίς να υπάρξει πλήγμα στην ευαίσθητη ακόμη οικονομική ανάπτυξη και χωρίς να υπονομευτούν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την ανάπτυξη αυτή. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μια οικονομία η οποία δεν έχει ακόμη ανακάμψει επαρκώς από το τεράστιο πλήγμα που δέχτηκε στο ΑΕΠ και στην παραγωγική ικανότητά της λόγω της μεγάλης κρίσης χρέους.
Επίσης, το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό. Υπάρχουν σημαντικά κοινωνικοπολιτικά θέματα.
Για να διατηρηθεί μια ευρεία στήριξη στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, είναι σημαντικό να νιώσουν μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας ότι υπάρχει ουσιαστική και διατηρήσιμη βελτίωση για την οικονομική τους κατάσταση και να μειωθεί το αίσθημα ανασφάλειας που έχουν για την κατάσταση αυτή. Μια υπερβολική λιτότητα θα έπληττε και τις δύο αυτές προσπάθειες.
Εξακολουθεί να αποτελεί η Ελλάδα κίνδυνο για την ευρωπαϊκή οικονομία; Τι γίνεται με την Ιταλία; Μήπως η Ιταλία είναι πλέον εκείνη η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ευρώπη, όπως ήταν η Ελλάδα πριν από λίγα χρόνια;
Σήμερα η Ελλάδα δεν αποτελεί τον κίνδυνο που αποτελούσε για την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή οικονομία ιδιαίτερα την περίοδο από το 2010 έως το 2014. Αυτό είναι φυσικά καλό νέο. Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα ή οι ευρωπαίοι εταίροι θα πρέπει να εφησυχάσουν. Εξακολουθούν να χρειάζονται στη χώρα σταθερές μεταρρυθμιστικές πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης. Αυτές θα πρέπει να συνοδεύονται από την αναγνώριση εκ μέρους άλλων χωρών ότι όσο σκληρά και εάν προσπαθεί η Ελλάδα –και το έχει κάνει αυτό –δεν μπορεί από μόνη της να ξεπεράσει γρήγορα και αποφασιστικά τις εναπομείνασες διαρθρωτικές προκλήσεις. Η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται την κατανόηση και τη στήριξη των εταίρων της.
Μπορεί η Ιταλία να θεωρείται από πολλούς ότι αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση, όμως μια τέτοια οπτική δημιουργεί τον κίνδυνο να χαθεί η προσοχή από τις κοινές προκλήσεις, πολλές από τις οποίες για να αντιμετωπιστούν χρειάζονται διαμοιρασμό των ευθυνών και συντονισμένες πολιτικές. Τέτοιες προκλήσεις είναι η επίτευξη διατηρήσιμης υψηλής ανάπτυξης, μια καλύτερη ισορροπία όσον αφορά τη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική σε όλη την ευρωζώνη και την επίτευξη περαιτέρω προόδου σε βασικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής της οικονομίας της περιοχής.
Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι στην οικονομία για την ΕΕ και ολόκληρο τον κόσμο;
Υπάρχουν εσωτερικοί και εξωτερικοί κίνδυνοι. Οι εσωτερικοί σχετίζονται με παράγοντες που μπορεί να καθυστερήσουν τις μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης οι οποίες είναι απαραίτητες για να συνεχιστεί η περίοδος ανάπτυξης. Ο κύριος εξωτερικός παράγοντας είναι η απειλή ενός πλήρους εμπορικού πολέμου που μπορεί να υπονομεύσει και την προσφορά και τη ζήτηση.
Πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος ενός τέτοιου εμπορικού πολέμου και ποιες χώρες μπορεί να κινδυνέψουν περισσότερο;
Ολες οι χώρες θα πληγούν εάν το σημερινό καθεστώς της απάντησης στην επιβολή δασμών με άλλους δασμούς εξελιχθεί σε πλήρη εμπορικό πόλεμο. Σε σχετικούς όρους η χώρα που μπορεί να επηρεαστεί λιγότερο είναι οι ΗΠΑ. Λόγω μεγέθους, ποικιλίας, ευρείας βάσης πόρων και επιχειρηματικότητας, οι ΗΠΑ εξαρτώνται λιγότερο από άλλες χώρες από ό,τι μεγάλο μέρος της Ασίας και της Ευρώπης.
Θα μπορούσαν τέτοιες εξελίξεις να εκτροχιάσουν τη νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας;
Σίγουρα θα μπορούσε να περιπλέξει την κατάσταση για τους κεντρικούς τραπεζίτες σε μια περίοδο που προσπαθούν να επαναφέρουν την πολιτική τους σε μια κανονικότητα.
Ας αναλογιστούμε τη Fed. Η τράπεζα έχει πετύχει τη μεγαλύτερη πρόοδο στην κανονικοποίηση της πολιτικής (σ.σ. την αύξηση των επιτοκίων και την έξοδο από προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης) σε σύγκριση με άλλους συστημικά σημαντικούς θεσμούς. Ενας πλήρους έκτασης εμπορικός πόλεμος θα δημιουργούσε τάσεις αύξησης ανεργίας και πληθωρισμού σε συνδυασμό με χαμηλότερη ανάπτυξη (stagflation).
Ολα αυτά θα χρειάζονταν έναν ακόμη πιο προσεκτικό χειρισμό του θέματος από τις κεντρικές τράπεζες. Αυτές θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την πολιτική τους χωρίς να πλήξουν την ανάπτυξη και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα –να προχωρήσουν σε αυτό που ονομάζω παραφράζοντας τον Dalio (σ.σ. αμερικανός δισεκατομμυριούχος επενδυτής, διαχειριστής κεφαλαίων και φιλάνθρωπος) ως «όμορφη κανονικοποίηση». Γνωρίζουμε από την εμπειρία της Fed ότι η όμορφη αυτή κανονικοποίηση είναι εφικτή. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι τι θα γίνει εάν αρκετές συστημικές κεντρικές τράπεζες –η Fed, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ιαπωνίας –ξεκινήσουν όλες μαζί την κανονικοποίηση της νομισματικής τους πολιτικής.
Το τελευταίο διάστημα αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις –κυρίως μεγάλες υποχωρήσεις στις ισοτιμίες των νομισμάτων τους –αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως η Τουρκία και η Αργεντινή. Πιστεύετε όχι έχουν διαφύγει οι χώρες αυτές τον κίνδυνο;
Η αναταραχή στα εθνικά νομίσματα της Αργεντινής και της Τουρκίας δείχνει ότι, όταν μειώνεται η παγκόσμια ρευστότητα, μπορούν εύκολα να βγουν στην επιφάνεια προϋπάρχουσες εγχώριες αδυναμίες και να δημιουργηθεί ο κίνδυνος για ευρύτερες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Πρόκειται για σημαντική υπενθύμιση για πολλούς. Και πρόκειται για επίγνωση που θα γίνει ακόμη πιο σχετική καθώς θα μειώνεται κι άλλο η παγκόσμια ρευστότητα.
Πώς βλέπετε τη Βρετανία και την ΕΕ μετά το Brexit;
Πιστεύω ότι μακροπρόθεσμα η Βρετανία θα τα καταφέρει. Είναι πιο δύσκολο να γίνουν προβλέψεις για βραχυμεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό δεν έχει μόνο σχέση με τις σύνθετες διαπραγματεύσεις του τι είδους Brexit θα υλοποιηθεί. Το θέμα έχει κυριαρχήσει τα τελευταία δύο χρόνια σχεδόν σε όλες τις συζητήσεις μέσα στη Βρετανία, αποσπώντας την προσοχή από άλλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα όσον αφορά την αύξηση της παραγωγικότητας, την ανάπτυξη για όλους, τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και τις προετοιμασίες για τις συνεχώς αυξανόμενες αλλαγές λόγω τριών παραγόντων: την τεχνητή νοημοσύνη, τον μεγάλο όγκο δεδομένων και την κινητικότητα.