Στην εποχή της εικόνας, η τραγωδία εικονοποιήθηκε από την πραγματικότητα έτσι ώστε να παραπέμπει σε χολιγουντιανή ταινία καταστροφής. Σε άλλα πλάνα η «Δουνκέρκη», σε άλλα το «Walking dead». Και ολοκληρώθηκε με ήχους που ακόμη και αν δεν τους ακούμε, μπορούμε να τους αναπαράγουμε με τη φαντασία μας (μακάρι να μην μπορούσαμε). Ο θόρυβος της φωτιάς που καταπίνει ζωές και περιουσίες, οι εκρήξεις που τους ακολουθούν, οι κραυγές των ανθρώπων που φωνάζουν τους δικούς τους, οι προσευχές τους σε ό,τι, τέλος πάντων, πιστεύουν, το κλάμα των παιδιών, η φωνή του Ανδρέα: «Μαμά, φοβάμαι πολύ, αλλά πιστεύω ότι θα τα καταφέρω». Τα παιδιά που πάνω σε έναν βράχο συνέχισαν να τραγουδάνε, για να αντλήσουν κουράγιο, το τραγούδι που σταμάτησε βίαια στο γενέθλιο πάρτι της 11χρονης φίλης τους: «…Μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά». Και μετά η αναγνώριση των σορών. Οι παππούδες που πάνε στο νεκροτομείο παιχνίδια των εγγονιών τους για να γίνει η πιστοποίηση του DNA. Τραγωδία ανείπωτη που κτυπάει στον πυρήνα της ανθρώπινης συνείδησης. Που δεν μπορεί να σε αφήσει αμέτοχο. Που φέρνει στην επιφάνεια αρχαία ένστικτα. Αυτά που ούτε να τους ξεφύγεις μπορείς ούτε να τα κρύψεις.
Ετσι και τώρα, τα ένστικτά μας μάς τράβηξαν από το μανίκι και μας έσυραν από τη μία ή από την άλλη πλευρά. Με αυτούς που συμπάσχουν και κάνουν δικό τους τον «πόνο των πραγμάτων και των ανθρώπων», που μπορεί να αισθάνονται ακόμη και μια υπαρξιακή ενοχή για τη συνθήκη του τυχαίου που τους προστάτεψε και δεν ήταν εκείνο το απόγευμα στη φλεγόμενη περιοχή. Αυτοί ήταν, ευτυχώς, οι περισσότεροι. Οι λιγότεροι ήταν από την άλλη. Με αυτούς που βασικό μέλημά τους ήταν να αποποιηθούν ευθύνες, να υπερασπισθούν κυνικά τις αβλεψίες τους, να προβάλουν την αυταρέσκεια ως καθήκον και αντί, έστω και εκ των υστέρων, να ενδιαφερθούν για τα θύματα, να στοχοποιούν φαντασιακούς εχθρούς. Να τους κατασκευάζουν για να αναπτύξουν υπερασπιστική γραμμή. Να ψάχνουν για ένοχους ανάμεσα στα απανθρακωμένα πτώματα.
Η σύγκριση των εικόνων δεν χρειάζεται σχόλια. Είναι από τις περιπτώσεις που το πιο εύστοχο σχόλιο στην πραγματικότητα είναι η ίδια η πραγματικότητα. Από τη μία εκείνη η φοιτητριούλα που συνάντησα τυχαία σε συνοικιακό σουπερμάρκετ. Από τα φτωχοκόριτσα που μετράνε τα χάλκινα μπροστά στο ταμείο. Δύο δωδεκάδες νεράκια του μισόλιτρου είχε αγοράσει το πουλάκι μου. Τόσα μπορούσε. Και ρωτούσε τη φίλη της στο τηλέφωνο πού έπρεπε να τα παραδώσει. Και από την άλλη ο υπουργός Εθνικής Αμυνας. Με το καλογυαλισμένο του αυτοκίνητο. Επιθετικός και εριστικός ως συνήθως. Να αμφισβητεί, αυτός που ήταν μακριά, τις μαρτυρίες των ανθρώπων που έπεσαν στη θάλασσα για να σωθούν. Να τους αποδίδει ευθύνες. Και να κάνει εκείνο το κορίτσι που έχασε στη φωτιά το φόντο της ζωής της, να αποστρέφει το βλέμμα από την κάμερα, να σκύβει το κεφάλι και να κλαίει.
Η φωτιά δεν έκαψε μόνο ανθρώπους και περιουσίες. «Εκαψε» και τις προφάσεις ημών που ήμασταν οι θεατές. Και έτσι «γυμνοί» στεκόμαστε απέναντι στην τραγωδία, αποκαλύπτοντας τα ένστικτά μας.