Πώς διαβάζεται ένα σκίτσο; Οχι πάντα με τον ίδιο τρόπο, όχι το ίδιο απ’ όλους μας. Εκεί που κάποιος βλέπει μόνο το αντικείμενο που αναπαριστάται με το πενάκι, ένα Καναντέρ ας πούμε να ρίχνει φέρετρα αντί για νερό, κάποιος άλλος βλέπει ένα σύμβολο. Δεν βλέπει την κυριολεξία, αλλά την αλληγορία. Οχι τη μάχη του ηρωικού πυροσβέστη με τις φλόγες, αλλά την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να προστατεύσει τους πολίτες.
Τα σκίτσα του Δημήτρη Χαντζόπουλου δεν διαβάζονταν ποτέ εύκολα. Αφήνουν χώρο και σε άλλες αναγνώσεις. Είναι αφαιρετικά και συγχρόνως πυκνά στο νόημα, τις περισσότερες φορές δοκιμιακά. Αλλά σε κάθε περίπτωση, διεκδικούν ό,τι διεκδικεί η γελοιογραφία από καταβολής της: να είναι βλάσφημα. Και να είναι βλάσφημα ακόμη και στην οδυνηρή στιγμή μιας τραγωδίας.
Σε αυτές τις εξετάσεις που μας υποβάλλει καθημερινά η σάτιρα, το στοίχημα δεν είναι οι βαθμοί ελευθερίας του γελοιογράφου, είναι η κατανόηση της ελευθερίας απ’ όλους τους υπόλοιπους, είναι η ανοχή απέναντι στη βλασφημία. Είναι η ανοχή απέναντι στο Καναντέρ που ρίχνει φέρετρα –αυτό ήταν το σκίτσο που δημοσίευσε ο Χαντζόπουλος με τη λεζάντα «Ηταν άδικο και έγινε πράξη» στο προχθεσινό φύλλο της «Καθημερινής» δοκιμάζοντας τα όρια πολλών.
Ανοχή δεν σημαίνει αποδοχή –ένα σκίτσο μπορεί και να μην αρέσει. Αλλά τι λέει για την ανοχή μας απέναντι στη βλασφημία όταν η μη αποδοχή εκφράζεται με ένα μείγμα τηλευαγγελικής ηθικολογίας, ανυπόφορης απολυτότητας και απαξιωτικών χαρακτηρισμών που ξεπερνούν το σκίτσο και φτάνουν έως το ίδιο το πρόσωπο; Τι συμβαίνει όταν η κριτική διατυπώνεται με όρους ανθρωποφαγίας, όταν μετατρέπεται σχεδόν σε μίσος όχι απέναντι στον «γελοιογράφο» αλλά στον «πολιτικό σχολιαστή» Χαντζόπουλο, όταν υποτίθεται ότι ενοχλεί το Καναντέρ, ενώ στην πραγματικότητα εκείνο που προκαλεί το μίσος είναι η παράφραση ενός προπαγανδιστικού συνθήματος της κυβέρνησης και η σύνδεσή του με την τραγωδία των πυρκαγιών;
Εχει συμβεί και με τον Αρκά, έχει συμβεί και με τον Ανδρέα Πετρουλάκη κι έχει συμβεί ξανά με τον Χαντζόπουλο: δεν είναι μόνο τα σκίτσα τους «άθλια», «απαράδεκτα», «εμετικά» κι όποιον άλλο χαρακτηρισμό μπορεί να ψωνίσει κανείς από τα ράφια της κατ’ επάγγελμα ευαισθησίας. Είναι κι αυτοί που «δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε» –«Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος είναι ένας εξαιρετικός γελοιογράφος που μας χάρισε στο παρελθόν σκίτσα – δοκίμια» έγραψε ο Νίκος Μπίστης δηλώνοντας σοκαρισμένος και απαιτώντας μια συγγνώμη.
Στο παρελθόν; Α, ήταν υπέροχο αυτό το παρελθόν. Εξωραϊσμένο, εξιδανικευμένο, δοκιμιακό, το εξωραϊσμένο παρελθόν που μετέτρεψε μια χώρα μισαλλόδοξη και δυσανεκτική απέναντι στη σάτιρα σε «χώρα του Αριστοφάνη». Αλλά είναι το παρόν που έχει σημασία. Είναι το παρόν που πρέπει να παραμείνει προκλητικό, αντισυμβατικό, ανίερο. Και φυσικά εξόχως βλάσφημο.