Ο θρήνος σύσσωμου του ελληνικού λαού σύντομα θα κοπάσει. Οι πολιτικές ευθύνες θα καταλογισθούν από τον κάθε πολίτη και θα βαρύνουν ίσως στο αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών. Τις τυχόν ποινικές ευθύνες θα τις διερευνήσει η Δικαιοσύνη. Οι προβολείς θα απομακρυνθούν από το Μάτι Αττικής για να φωτίσουν τα επόμενα γεγονότα, τις προσεχείς πράξεις του συλλογικού μας δράματος ή ιλαροτραγωδίας.
Ετσι συμβαίνει πάντα, έτσι πρέπει να συμβαίνει. Η ζωή προχωράει. Αλίμονο εάν μια κοινωνία ολόκληρη καθηλωνόταν σε μια συμφορά, όσο άδικη, όσο άφατη κι αν είναι αυτή. Με την εξαίρεση ίσως του Ολοκαυτώματος, το οποίο κλόνισε συθέμελα την πίστη του ανθρώπου στον άνθρωπο, κάθε άλλο τραύμα της Ιστορίας έχει –σε χρόνο ταχύτερο του αναμενόμενου –επουλωθεί. Εχει γίνει απόηχος. Διήγηση, τραγούδι με κουπλέ και ρεφρέν, τρισάγιο για τις ψυχές των αδικοχαμένων.
Και ενώ η καθημερινότητα θα επιστρέφει στους κανονικούς ρυθμούς της, οι πληγές κάποιων μόλις θα αρχίζουν να κρυώνουν. Οι συγγενείς, οι αγαπημένοι των νεκρών στο Μάτι τότε θα συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της απώλειας. Τότε θα νιώσουν την παγωμένη ανάσα της μη αναστρέψιμης απουσίας.
Εξ αρχαιοτάτων χρόνων, όπου θερίζει ο Χάρος, σημαίνει στην ανθρώπινη κοινότητα συναγερμός. Το ορφανεμένο –από γονιό, σύντροφο ή τρισχειρότερα από παιδί -, το κεραυνοβολημένο σπίτι γεμίζει ασφυκτικά με κόσμο που συμπαρίσταται. Αλλοι μοιρολογούν, άλλοι σαβανώνουν, άλλοι ετοιμάζουν το νεκρόδειπνο, άλλοι λένε σοφίες κι άλλοι αμολάνε ανοησίες –αδιάφορο! -, το ζητούμενο είναι να μη μείνουν στιγμή οι βαρυπενθούντες ενώπιος ενωπίω με τον θάνατο. Επικρατεί αναβρασμός, οι παριστάμενοι τσακώνονται με το παραμικρό είτε ξεσπάνε σε νευρικά χάχανα –«δεν υπάρχει κηδεία αγέλαστη» επεσήμαιναν οι παλιοί. Μετά την ταφή ανοίγουν οι κρουνοί του κονιάκ ή της ρακής. Μακάρι να γίνουν όλοι πίτα, να βυθιστούν σε λήθαργο, σε ύπνο δίχως όνειρα, ώστε ξυπνώντας το επόμενο πρωί να αξιωθούν λίγα δευτερόλεπτα ανεμελιάς πριν θυμηθούν το τρομερό που τους έχει συμβεί… Το συλλογικό πένθος διαρκεί κατά παράδοσιν σαράντα μέρες. Υστερα από το μνημόσυνο, οι συλλυπητήριες επισκέψεις αραιώνουν, οι τεθλιμμένοι αφήνονται «στην ησυχία τους», για να «ξαναβρούν τους ρυθμούς τους». Ποια ησυχία; Ποιοι ρυθμοί; Οταν για πάντα έχεις στερηθεί το σπλάγχνο ή τον έρωτά σου, πώς θα μπορέσεις να βρεις νόημα; Μιλώντας με τις φωτογραφίες; Ανάβοντας καντήλια;
Μιλώ ως παθός. Εάν σε χτυπήσει το ανήκουστο κατακέφαλα, δύο επιλογές έχεις εμπρός σου. Ή οικειοθελώς να αποχωρήσεις από τη ζωή, η οποία έχει γίνει πια για σένα κρανίου τόπος. Ή συγκεντρώνοντας υπεράνθρωπες δυνάμεις –δυνάμεις που ούτε καν υποψιαζόσουν ότι κρύβονταν μέσα σου –να καταφέρεις να σταθείς ξανά στα πόδια σου. Να σπείρεις το κατακαμένο σου χωράφι. Να δεις φρέσκα βλαστάρια να φυτρώνουν. Να προσκυνήσεις το θαύμα της αναγέννησης. Υπάρχει πάντοτε και η τρίτη πιθανότητα. Να βυθιστεί ο άνθρωπος στο ατέρμονο πένθος. Να μαυροφορήσει η ψυχή του ισόβια. Να καταλήξει σκιά σερνάμενη του εαυτού του, φάντασμα αμίλητο κι ανέκφραστο, τσατάλι από ηρεμιστικές ουσίες και αλκοόλ. Τόσο ολοκληρωτικά να τον κυριεύσει ο θάνατος που να τον κάνει αντανάκλασή του επί της γης.
Εάν ένας φίλος μου είχε ξεκληριστεί από την πυρκαγιά στο Μάτι, θα έσπευδα στο πλευρό του από την πρώτη στιγμή. Θα οικονομούσα όμως αντοχή, υπομονή, λόγια και πράξεις παρηγοριάς για τη συνέχεια. Για όταν η τραγωδία θα έχει στα μάτια των πολλών παλιώσει και η παρουσία τού πενθούντος θα τους έχει γίνει μέχρι και ανομολόγητα δυσάρεστη, αφού θα τους υπενθυμίζει κάτι που θα θέλουν –και θα μπορούν –να λησμονήσουν.
Τότε ακριβώς η ανάγκη για ένα χέρι, για μια κουβέντα θα θεριέψει. Τότε θα έχει νόημα να λες και να ξαναλές και να ξαναλές ότι η ζωή είναι πιο δυνατή από τον θάνατο. Πως και οι πεφιλημένοι νεκροί δεν αναπαύονται, δεν ησυχάζουν, όταν κανείς τούς κλαίει νυχθημερόν. Τότε θα πρέπει κάποιος να βρεθεί στο ρημαγμένο σπίτι και να δυναμώσει το ραδιόφωνο. Να βάλει ένα φαΐ στον φούρνο. Να οργανώσει ένα αυτοσχέδιο πάρτι. Να ασκήσει έως και λελογισμένη ψυχολογική βία ώστε να ξεκολλήσει τον φίλο του από την ξέρα και να τον ρίξει εκ νέου στη θάλασσα, τη θάλασσα που σαν βαρκούλες χάρτινες μάς δόθηκε να αρμενίζουμε.
«Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου…» που γράφει και ο Παπαδιαμάντης.