Εκ πρώτης όψεως το δίλημμα μοιάζει απλοϊκό –τόσο απλοϊκό, αν μου επιτρέπετε, ώστε να μας βάζει σε υποψίες ότι εσκεμμένα υποκρύπτει μια μεγάλη διανοητική παγίδα ή, έστω, μια θεμελιώδη παρανόηση. Τηρουμένων των αναλογιών θα ήταν σαν κάποιος να μας ρωτούσε εάν θέλουμε να ζήσουμε πλούσιοι κι ευτυχισμένοι ή φτωχοί και δυστυχισμένοι. Από τη μια πλευρά έχουμε την καθαρή απάντηση, υποτιθέμενα αποστομωτική, του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου προς τον Μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβρόσιο, αμέσως μετά την επιμνημόσυνη δέηση στη Μητρόπολη Αθηνών υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των θυμάτων των πυρκαγιών στην Ανατολική Αττική: «Είναι λυπηρό το φαινόμενο. Ο Θεός είναι αγάπη, ο Θεός δεν εκδικείται. Και προτρέπει όλους μας να αγαπάει ο ένας τον άλλον. Βέβαια συνηθίζουμε να λέμε ότι είναι προσωπικές οι απόψεις αυτές [του Αμβρόσιου]. Αλλά και οι προσωπικές απόψεις έχουν ένα όριο. Γιατί το γενικότερο διάγραμμα, η εικόνα του Θεού μας, είναι ότι ο Θεός είναι αγάπης, δεν είναι τιμωρός, δεν είναι εκδικητής, αλλά αγαπάει όλους μας. Και συνιστά και σε εμάς και στον καθένα μας αυτή την αγάπη να έχουμε».
Από την άλλη πλευρά έχουμε το νυχτερινό παραλήρημα του Μητροπολίτη Αμβρόσιου (αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του, στη μία μετά τα μεσάνυχτα, την 23η προς 24η Ιουλίου), ένα παραλήρημα τόσο σχοινοτενές –στην έκταση ενός εκτεταμένου διηγήματος ή μιας μικρής νουβέλας –ώστε να μην μπορούμε εδώ, ούτε να το μεταφέρουμε αυτούσιο ούτε να το σχολιάσουμε σημείο προς σημείο. Ενα παραλήρημα που βρίθει από βιβλικά παραθέματα –επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τον μαθητή του Τιμόθεο, αποσπάσματα από τις Πράξεις των Αποστόλων και από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο –και το ρεζουμέ του μπορεί να συνοψιστεί στα «συμπεράσματα» του ίδιου του Αμβρόσιου: «Σε καιρούς αποστασίας από το δρόμο του Θεού θα εκδηλώνεται η οργή του Πανοικτίρμονος Θεού με διάφορα φυσικά καταστροφικά φαινόμενα, όπως για παράδειγμα σεισμοί, πείνα, επιδημίες και αρρώστιες λοιμικές, αιματοχυσίες, εγκληματικότης, καταστροφικές φωτιές, σύννεφα καπνού που θα ανεβαίνουν μέχρι τον ουρανό! Ποιος, άραγε, να είναι ο υπεύθυνος για την απομάκρυνση του Νεοέλληνα από το δρόμο του Θεού; Ποιος άλλος; Ο άθεος Πρωθυπουργός κ. Αλέξιος Τσίπρας και οι Συνεργάτες του». Ακολουθεί εξαντλητικός κατάλογος των «ανομημάτων» τους: κατάργηση του θρησκευτικού όρκου στους υπουργούς, αφαίρεση των θρησκευτικών εικόνων από τα σχολεία και τις δημόσιες υπηρεσίες, νομιμοποίηση του γάμου των ομοφυλοφίλων, παρελάσεις των gays (sic), περιφρόνηση του μυστηρίου του χριστιανικού γάμου «αφού ο Πρωθυπουργός συζεί αστεφάνωτος με τη φιλενάδα του κα Μπέττυ ή Περιστέρα» κ.ο.κ. Ας προσπαθήσουμε να καταπνίξουμε την οργή ή την αποστροφή μας και ας συγκρατήσουμε την εικόνα στον διαταραγμένο νου του υπερήλικου Μητροπολίτη: τη στιγμή που στο Κόκκινο Λιμανάκι ένα δεκατριάχρονο παιδί φλεγόμενο «επιλέγει» να πέσει στο γκρεμό παρά να καεί ζωντανό, οφείλει να γνωρίζει ότι «πληρώνει» το σύμφωνο συμβίωσης του Τσίπρα.
Oι θεολόγοι θα μας έλεγαν πως, αν κρίνουμε αυστηρά από τις δηλώσεις των δύο ιεραρχών, δεν δείχνουν να πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μοιάζει να πιστεύει στον Θεό της Καινής Διαθήκης, τον Θεό της ευσπλαχνίας και του ελέους, ενόσω ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος φαίνεται να κλίνει πιο πολύ προς τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τον φοβερό και τρομερό Γιαχβέ, που δεν δίσταζε να ζητήσει από τον Αβραάμ να θυσιάσει το παιδί του, να εξολοθρεύσει τους αμαρτωλούς στα Σόδομα και τα Γόμορρα ή και να εξανδραποδίσει ολόκληρους λαούς προκειμένου να προστατεύσει τον δικό του «περιούσιο». Μονάχα που, ακόμη και οι θεολόγοι, δεν μπορούν πλέον να ξεγλιστρούν τόσο εύκολα από τα αδυσώπητα ερωτήματα. Από την εποχή του Αουσβιτς κι εντεύθεν, η ύπαρξη του Θεού καθεαυτή –καθώς και οι ιδιότητές Του –περνάει από νέα δοκιμασία. Οπως γράφει και ο αμερικανός συγγραφέας Ρον Ροζενμπάουμ στο βιβλίο του «Ερμηνεύοντας τον Χίτλερ» (Κέδρος, 2001), το άγος του Αουσβιτς θέτει επί τάπητος την απορία χωρίς φιοριτούρες: Υπάρχει Θεός και, αν υπάρχει, τι είδους Θεός είναι; Σημείωνα σχετικά στην κριτική μου για το βιβλίο («ΤΑ ΝΕΑ», 14.7.2001): «Οι θεολογικές προεκτάσεις, στην έρευνα του Ροζενμπάουμ, αγγίζουν την απουσία ή τη σιωπή του Θεού. Αντίκρυ στην τερατωδία του Ολοκαυτώματος ο Θεός στέκεται αδύναμος ή απρόθυμος να επέμβει. Ενας Θεός παντοδύναμος και φιλεύσπλαχνος αποτελεί πια ένα λογικό οξύμωρο. Αν είναι παντοδύναμος και –παρά την παντοδυναμία του –αρνείται να επέμβει, δυσδιάκριτα διαφέρει από τη δύναμη που επικροτεί το Κακό, από τον ίδιο τον Σατανά. Αν είναι φιλεύσπλαχνος και αδυνατεί να επέμβει, είναι ένας Θεός με περιορισμένες δικαιοδοσίες, ένας Θεός “κακομοίρης”, κουφός στις ανθρώπινες επικλήσεις. Κι αφού επέτρεψε στον Αδόλφο Χίτλερ να διαφύγει τη δίκη, ίσως θα έπρεπε να καθίσει Εκείνος στο σκαμνί».
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι μπορούμε χωρίς δυσκολία να στήσουμε ανάχωμα στη μοχθηρή και κατ’ ουσίαν μισάνθρωπη παράνοια του Αμβρόσιου, να μην αποδεχτούμε την ιδέα ενός Θεού που απανθρακώνει βρέφη στην κούνια για να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα αποδοκιμασίας στον άθεο κυβερνήτη, αλλά δεν μπορούμε εξίσου εύκολα να συμφιλιωθούμε και με τον Θεό του Ιερώνυμου, έναν Θεό που αρνείται πεισματικά να επιδείξει τη φιλευσπλαχνία του σε πλάσματα που, αν μη τι άλλο, την άξιζαν πέραν πάσης αμφιβολίας. Οι προσωπικές ιστορίες αυτών των ημερών είναι σπαραχτικές. Μια γυναίκα κάηκε ζωντανή στην προσπάθειά της να σώσει τα σκυλιά της, μια γιαγιά φυγάδευσε τα εγγόνιά της κι επέστρεψε για να σώσει τον άνδρα της που αντιμετώπιζε δυσκολίες στο βάδισμα, ενώ οι φλόγες είχαν ήδη ζώσει το σπίτι της, με αποτέλεσμα να καεί μαζί του… Δεν άξιζαν αυτοί οι άνθρωποι το έλεος του Κυρίου; Είναι δυνατόν η παρέμβασή Του να περιορίστηκε στη διάσωση ενός εικονίσματος σε ένα διαμέρισμα, όπως γράφτηκε χωρίς τσίπα σε δημοφιλή ιστότοπο; Για αυτό το έλεος συζητάμε;
Πέραν όμως τούτων. Η ιδέα ενός παρεμβατικού Θεού, όποτε βρίσκεται σε διάθεση για να μας διασώσει ή για να μας τιμωρήσει, η αντίληψη ότι είμαστε έρμαια θεομηνιών, καταδικασμένοι να πνιγούμε ή να καούμε αν έτσι είναι γραφτό μας, απαλλάσσει προκαταβολικά τόσο εμάς όσο και τους κυβερνήτες μας από κάθε ευθύνη: για το είδος της καθημερινότητας που βιώνουμε, για τα όρια της αυθαιρεσίας που είμαστε έτοιμοι να υποστούμε ή να επιβάλουμε στους συμπολίτες μας, για την ποιότητα, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή μας, όλων όσων εκλέγουμε στα δημόσια αξιώματα. Και αν το δει έτσι, ακόμη και ο Αμβρόσιος, θα καταλάβει πόσο υψηλές υπηρεσίες προσφέρει σε εκείνους ακριβώς που απεχθάνεται.