Οι φλόγες από τη μεγάλη πυρκαγιά που έκανε στάχτη τις ζωές και τις περιουσίες των θυμάτων, αλλά «άρπαξε» και στις ψυχές όλων μας, έκαψαν και την παιδική αθωότητα. Δεν είναι μόνο τα χαμόγελα από τις φωτογραφίες της Εβίτας, του Ανδρέα, του Δημήτρη, του εξάμηνου μπέμπη κολυμβητή, των δίδυμων κοριτσιών και όλων αυτών που βρήκαν τραγικό θάνατο σφιχταγκαλιασμένα, σε πολλές περιπτώσεις, με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους που θα μας θυμίζουν την τραγωδία. Είναι και τα παιδιά που διασώθηκαν. Αλλά που όσα έζησαν, οι εικόνες που είδαν, οι φωνές που άκουσαν θα τα ακολουθούν για πάντα. Κάποια στιγμή η ζωή τους θα ξαναβρεί μια εύθραυστη κανονικότητα, θα μεγαλώσουν, θα σπουδάσουν, θα ερωτευτούν, θα κάνουν τα δικά τους παιδιά. Αλλά θα είναι πάντα «τα παιδιά της μεγάλης φωτιάς».
Θύματα ενός ιδιότυπου, στιγμιαίου πολέμου, σαν τα «χάλκινα» παιδιά του μνημείου στο Λίντιτσε. Και αυτή η φωτιά θα θολώνει στο βλέμμα τους κάθε φορά που θα διηγούνται στα εγγόνια τους τι έγινε εκείνη την 23η Ιουλίου. Παιδιά της Αθήνας, παιδιά της πολυκατοικίας που οι γονείς τους δουλεύουν σκληρά και ο παραθερισμός στο (έστω και αυθαίρετο) εξοχικό με τη γιαγιά και τον παππού ήταν το όνειρο που θα τροφοδοτούσε την (απαραίτητη) νοσταλγία του μέλλοντός τους.
Είναι όμως και όλα τα άλλα παιδιά που αυτές τις μέρες ετοιμάζονται για τις διακοπές τους. Τα παιδιά που, όλο τον χρόνο, τα τρέχουν οι γονείς τους από μάθημα σε αθλοπαιδιά μήπως και έτσι κάνουν το μέλλον τους πιο φιλικό. Τα παιδιά που δεν μπορούν να επενδύσουν λογική στην εικόνα του δράματος. Τα βλέπω αυτή την εβδομάδα να κυκλοφορούν στην Αθήνα και σαν κάτι να έχει αλλάξει. Ή έτσι μου φαίνεται. Σαν να έχει μεγαλύτερη ανησυχία το βλέμμα της μάνας και του πατέρα καθώς ακουμπάει επάνω τους. Σαν κι αυτά να κολλάνε πιο πολύ στους γονείς τους, να έχουν μεγαλύτερη ανάγκη την προστασία τους.
Παιδιά της μεγαλούπολης. Πιο προστατευμένα, πιο υποψιασμένα αλλά και πιο εκτεθειμένα από εκείνα προηγούμενων γενεών. Που το «πάρκο» τους είναι τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και η φαντασία τους το τάμπλετ. Που έμαθαν τους αριθμούς χαζεύοντας τα ποσοστά εκπτώσεων στις βιτρίνες και τα χρώματα στο Candy Crash. Και που τώρα πρέπει (;) να μάθουν τι σημαίνει να λαμπαδιάζει ένας συνομήλικός τους, να καίγεται, να απομένει από αυτόν ένα κομμάτι ίσαμε την κούκλα τους.
Αυτά τα παιδιά σε ενάμιση μήνα θα επιστρέψουν στα σχολεία τους. Και σε κάποιες τάξεις θα υπάρχουν άδεια θρανία. Αυτά όπου θα κάθονταν η Σοφία, η Βασιλική, τα παιδιά που έγιναν φλόγες. Για όλα τα υπόλοιπα πρέπει να μεριμνήσει το υπουργείο, ο δήμος, δεν ξέρω εγώ ποιος, ώστε να τα υποδεχθούν ειδικοί επιστήμονες που θα φροντίσουν να τα συμφιλιώσουν με την έννοια της τραγωδίας. Πώς το λέει ο ποιητής; «Υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα».