Με απόλυτο σεβασμό σε όσα γίνονται χάρη σε ιδιώτες για τα εν ζωή θύματα, αλλά και τους νεκρούς που στοίχισε η τρομερή πυρκαγιά της περασμένης εβδομάδας, αδυνατούμε να μην περιγράψουμε μια σκηνή που τοποθετείται, κατά τη γνώμη μας, ανάμεσα στη γενναιοδωρία ανθρώπων, όπως εκδηλώνεται δραστήρια για έβδομη συνεχή ημέρα, και τους πλιατσικολόγους που ενέσκηψαν και έκαναν αναγκαία τη φύλαξη, την αστυνομική, των καμένων περιοχών. Επειδή ο καθένας μας, όσα κι αν εξακριβωμένα πληροφορούμαστε και τα ανταλλάσσουμε ανάμεσά μας ώστε να ανακτήσουμε δυνάμεις, έχει έναν δικό του τρόπο να σφυγμομετρεί τα πράγματα, δεν γίνεται να αποσιωπήσουμε μια εικόνα, όπως ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια μας το μεσημέρι της περασμένης Τετάρτης, σαράντα οκτώ ώρες, ενώ είχε ήδη ξεσπάσει η μεγάλη καταστροφή και καταμετρούνταν θύματα και ζημιές. Μιλάμε για μια βόλτα πραγματοποιημένη συνειδητά για περίπου μιάμιση ώρα στο κέντρο της Αθήνας –Σκουφά, Ηρακλείτου, Σόλωνος, Σίνα, άνοδος Ακαδημίας, Βουκουρεστίου, Πανεπιστημίου, Χαριλάου Τρικούπη, Αραχώβης, Πλατεία Εξαρχείων –που αν την είχε επιχειρήσει ένας αλλοδαπός, θα ήταν αδύνατον ν’ αντιληφθεί σε σχέση με τα πρόσωπα ανθρώπων που διασταυρωνόταν μαζί τους τι είχε συμβεί και τι εξακολουθούσε να συντελείται σε απόσταση είκοσι χιλιομέτρων. Δεν μπορεί –θα έλεγε μέσα του -, αν το είχε πληροφορηθεί, να μην έχει μεταγγιστεί, έστω ενστικτωδώς, μια σοβαρότητα και μια περίσκεψη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά ακόμη και στα κτίσματα.
Αντίθετα, πρόσωπα γελαστά όπως οποιαδήποτε άλλη μέρα, με το αναπόφευκτο κινητό στο αφτί, ή να μιλάνε και να λένε μεταξύ τους δύο νεαρές για το ιδεώδες μέγεθος ενός μπικίνι ή τρεις άνδρες για το πόσο υποβαθμισμένες είναι το καλοκαίρι οι δουλειές στις χαρτοπαικτικές λέσχες. Επειδή το πένθος, ακόμη κι όταν δεν μας αφορά, είναι συλλογική υπόθεση, η άγνοιά του, ενώ απλώνεται γύρω μας, θα ‘ρθει κάποια στιγμή που θα μας περιλάβει μέσα του με τον πιο οδυνηρό τρόπο.