Η πρωθυπουργική ατάκα «αναλαμβάνω ακέραια την πολιτική ευθύνη» για όσα συνέβησαν σε Ανατολική και Δυτική Αττική αξίζει μια θέση στη λίστα με τα τσιπρικά διαμαντάκια. Τον λόγο περιέγραψε στο χθεσινό του ποστ ο Βαγγέλης Βενιζέλος. «Νομίζει» έγραψε «προφανώς ότι ανάληψη πολιτικής ευθύνης είναι μια ρητορική υπεκφυγή αναμένοντας να ξεχαστούν τα γεγονότα. Να ατονήσουν. Να αλλάξει το επικοινωνιακό πλαίσιο. Γι’ αυτό έφτασε με τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στο ύψιστο σημείο πολιτικής ύβρεως. Ανέλαβε με άνεση την “πολιτική ευθύνη” και ταυτοχρόνως “αμνήστευσε” πολιτικά τον εαυτό του και τους υπουργούς του». Ο Βενιζέλος διατύπωσε με τον πιο εύγλωττο τρόπο αυτό που σύσσωμη η αντιπολίτευση καταλογίζει στον Πρωθυπουργό. Πως, δηλαδή, μέχρι και οι αρχάριοι στο πολιτικό παιχνίδι γνωρίζουν ότι το «αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη» είναι μια κούφια φράση αν στην επόμενη πρόταση δεν περιλαμβάνεται το ρήμα παραιτούμαι, ή έστω η λέξη παραίτηση. Και ότι εκείνος δεν μπορεί να αγνοεί τον συγκεκριμένο κανόνα. Οπότε απλά επέλεξε συνειδητά να τον παραβλέψει.
Παραιτήσεις
Μιας και οι ίδιοι οι συριζαίοι συχνά πυκνά συγκρίνουν τους εαυτούς τους με τους «προηγούμενους», προκύπτει ένα ερώτημα: Υπήρξαν, άραγε, άνθρωποι στο μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα –έναντι του οποίου εμφανίστηκε ως φέρων το αριστερό ηθικό πλεονέκτημα ο Τσίπρας –που έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη για κάτι; Το πιο τρανταχτό, ίσως, παράδειγμα είναι από το μακρινό 1994. Τότε ο Αναστάσιος Πεπονής παραιτείται από υπουργός Δημόσιας Διοίκησης επειδή συνάδελφοί του υπονόμευαν το ννόμο του που καθιέρωνε το ΑΣΕΠ. Ακόμη, όμως, και ανάμεσα στα μέλη των υπουργικών συμβουλίων του πολιτικού ειδώλου του Πρωθυπουργού, του Κώστα Καραμανλή, βρίσκει κάποιος περιπτώσεις που υπό το βάρος των αποκαλύψεων για σκάνδαλα –έστω και με καθυστέρηση –υπέβαλαν παραιτήσεις. Ή τέλος πάντων εξαναγκάστηκαν σε παραιτήσεις. Σαν τον Σάββα Τσιτουρίδη ή τον Βασίλη Μαγγίνα. Μπορεί να τις διάνθισαν επικοινωνιακά με δηλώσεις περί πολιτικής ευθιξίας και να μην τις υπέβαλαν –για να το πούμε κομψά –με κίνητρα ανάλογα με εκείνα του Πεπονή, ωστόσο τις υπέβαλαν.