Δριμύ κατηγορώ απευθύνει σε άρθρο που δημοσιεύει στο προσωπικό του ιστολόγιο ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, μιλώντας για τις φονικές πυρκαγιές που έπληξαν την Αττική, επιρρίπτοντας ευθύνες στον κυβερνητικό μηχανισμό και στα αντανακλαστικά του τις κρίσιμες ώρες που κινδύνεψαν και χάθηκαν ζωές πολιτών.
Ολόκληρο το άρθρο του κ.Θεοδωράκη:
«Μαζεύτηκαν πολλά. Υπουργοί που είπαν ότι έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν. Αξιωματούχοι που δήλωναν ότι τα ίδια… τα ίδια θα έκαναν ξανά. Κανείς τους να μην νιώθει την ανάγκη να πει ένα συγνώμη, να αναγνωρίσει κάποιο λάθος, μικρό έστω. Να μιλάνε ψυχρά, σχεδόν κυνικά, ενώ οι καύτρες ακόμα καίγανε. Να φτάνουν στα καμένα με λιμουζίνες και να προκαλούν αυτούς που τα έχασαν όλα. Να επικρατεί το χάος με τους αγνοούμενους, με τον αριθμό των νεκρών, με τους τραυματίες και αυτοί να λένε ότι όλα εξελίσσονται κανονικά. Να τους ρωτούν γιατί δεν ειδοποίησαν τους πολίτες να φύγουν από τα σπίτια τους και να απαντούν «ήταν επικίνδυνο»! Να τους λένε γιατί δεν μπήκαν μπροστά οι δυνάμεις να μην περάσει η φωτιά την Μαραθώνος και να λένε ξανά «ήταν επικίνδυνο». Επικίνδυνο για ποιους; Και οι πολίτες πόσο μετράνε στο επικινδυνόμετρό τους;
Είχαν λοιπόν μαζευτεί πολλά. Και χθες ρίχθηκε άλλη μια γροθιά στο στομάχι της πεσμένης στο πάτωμα κοινωνίας. Οι υπουργοί το βράδυ της Δευτέρας ήξεραν ότι υπήρχαν νεκροί και το έκρυβαν! Καιγόντουσαν άνθρωποι στο Μάτι και οι υπουργοί έλεγαν στον πρωθυπουργό (και στις κάμερες) «δεν υπάρχει μέτωπο αυτήν την στιγμή αλλά υπάρχουν εστίες από σπίτια που καίγονται»! «Σπίτια που καίγονται»; Και δεν τους ρώτησε ο πρωθυπουργός «καίγονται και άνθρωποι;», «έχουν καεί άνθρωποι;». Είδα ξανά στο YouTube την κυβερνητική σύσκεψη στο κέντρο επιχειρήσεων της πυροσβεστικής στο Χαλάνδρι. Την είδα με ήχο, την είδα και χωρίς ήχο. Καμία αγωνία. Κανένας σπασμός που να μαρτυρά πόνο. Λες και είναι μια συνεδρίαση ρουτίνας μια συζήτηση καφενείου με μισοτελειωμένες φράσεις. Κάποιοι να μην κρύβουν την βαρεμάρα τους – «πότε θα τελειώσει να γυρίσουμε σπίτια μας».
Και επιτέλους: πως είναι δυνατόν οι «στρατηγοί» να διακόπτουν την μάχη με τις φωτιές και να στριμώχνονται σε ένα τραπέζι (και ένα τηλεοπτικό πλάνο) περιμένοντας την σειρά τους να μιλήσουν; Ή να αρκούνται σε κάποια νεύματα υπακοής στους προϊστάμενους τους υπουργούς; Δεν κυλάει αίμα στις φλέβες τους; Χαλαρά; Χωρίς να βιάζονται; Χωρίς να νοιάζονται τι συμβαίνει εκείνες τις στιγμές στο Μάτι; Ποτέ δεν συμβιβάστηκα με αυτό που κάθε φορά ακούμε: «ο αρχηγός τάδε ενημερώθηκε από τον επικεφαλής τάδε για την προσπάθεια που καταβάλλουν οι δυνάμεις στο μέτωπο της φωτιάς».
Ίσως σε αυτή την φράση να κρύβεται όλη η κακομοιριά του κράτους. Πρώτα οι δημόσιες σχέσεις και μετά η δουλειά – ακόμη και όταν καίγονται άνθρωποι.
Τι κάνουμε λοιπόν; Τώρα τι κάνουμε; Οι υπουργοί, οι Γενικοί, οι αρχηγοί, που ενεπλάκησαν στον χαμένο πόλεμο στο Μάτι, πρέπει να φύγουν. Όλοι αυτοί που πάσχουν από πολιτικό γήρας. Γιατί γέρος δεν είναι όποιος έχει πολλά χρόνια. Γέρος είναι όποιος έχει φθίνουσες ικανότητες. «Με αυτό το σκεπτικό, τότε γιατί να μην φύγει ολόκληρη η κυβέρνηση», είναι ίσως το εύλογο ερώτημα. Γιατί οι νεκροί δεν μας ανήκουν. Ανήκουν στους συγγενείς τους, τους φίλους τους σε όλους αυτούς που συνεχίζουν να κλαίνε. Δεν θα σηκώσουμε προεκλογικές αφίσες πάνω στα αποκαΐδια.
Δεν θα στήσουμε κάλπες πάνω στους τάφους τους. Θα έρθει ο χρόνος και για αυτές. Και όσα σήμερα ζούμε – όσα γίνονται και όσα δεν γίνονται – θα προσμετρηθούν. Για πρωθυπουργούς, για υπουργούς, για βουλευτές, για δημάρχους, για περιφερειάρχες, για όλους μας. Μέχρι τότε όμως ας μην διαλύσουμε και τα τελευταία ψήγματα εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος. Ας τιμωρήσουμε αυτούς που δεν επέδειξαν τόλμη και ευθύνη. Αυτό τώρα είναι το ελάχιστα αναγκαίο.