Καμία αντιστροφή στις μεταρρυθμίσεις που έχουν υιοθετηθεί, υλοποίηση του δημοσιονομικού πακέτου 2019-2020 που περιλαμβάνει τις περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο, αλλά και φρένο στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού είναι τα μηνύματα που στέλνει το ΔΝΤ στην Αθήνα.
Επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για παροχές, εκφράζει ενστάσεις για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, οι οποίες συνοδεύονται με αμφιβολίες αναφορικά με τη δέσμευση των Ευρωπαίων στο ότι θα δώσουν επιπλέον ελάφρυνση αν χρειαστεί.
Αμέσως μετά τη δημοσίευση της έκθεσης του ΔΝΤ, στην οποία ενσωματώνεται η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων άρχισαν να «τσιμπάνε». Οι αγορές φαίνεται δεν ενθουσιάστηκαν. Οι ελληνικοί τίτλοι δέχθηκαν πιέσεις και η απόδοση του δεκαετούς άγγιξε πάλι τα επίπεδα του 4% και κινήθηκε στο 3,959%, όταν μία ημέρα νωρίτερα ήταν 3,825%.
ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο του ΔΝΤ, όπως αναλύεται στην έκθεση του άρθρου 4, το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο έως το 2038. Μακροπρόθεσμα, το Ταμείο εκφράζει αμφιβολίες για το εάν αρκεί το πακέτο ελάφρυνσης χρέους.
Βασική ανησυχία είναι ότι η δημοσιονομική προσαρμογή έγινε με μέτρα που πλήττουν την ανάπτυξη και γι’ αυτό απαιτείται να αλλάξει το μείγμα, προκειμένου να υπάρξει καλύτερη πορεία της οικονομίας μακροπρόθεσμα, κάτι που είναι δύσκολο να γίνει δεδομένων των στόχων που έχουν τεθεί. Στο σημείο αυτό επικαλείται την ανάγκη να προχωρήσουν οι περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο, ενώ παραδέχεται ότι η χώρα απέδειξε τα τελευταία χρόνια ότι μπορεί να πιάσει φιλόδοξους στόχους, αν και επισημαίνει ότι αυτό έχει βαρύ αναπτυξιακό κόστος.
Συνιστά επίσης καμία αλλαγή στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, βάζοντας φρένο στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού. Ταυτόχρονα εκφράζει τις ανησυχίες του για τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει στην οικονομία, αλλά και στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο θέμα των μεταρρυθμίσεων, ο εκλογικός κύκλος στην Ελλάδα, καθώς θα υπάρξει ενίσχυση της πολιτικής αβεβαιότητας και πιθανή αντιστροφή ορισμένων θετικών παραγόντων που μπορούν να στηρίξουν περαιτέρω την ανάπτυξη.
Το Ταμείο επιμένει ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί για τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να επιτευχθούν σε μακροχρόνιο ορίζοντα και αυτός άλλωστε είναι ο βασικός παράγοντας για τον οποίο θεωρεί ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Εκτιμά ότι με δεδομένο και το δημογραφικό πρόβλημα ο αντίκτυπος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να είναι σημαντικός για να επιτύχει συνολικό μακροπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 1% τον επόμενο μισό αιώνα.
ΟΙ ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ. Το ΔΝΤ συνιστά μεγαλύτερη λιτότητα στις δαπάνες, με περιορισμό των προσλήψεων στον δημόσιο τομέα, για να μπορέσει η Ελλάδα να δημιουργήσει τον δημοσιονομικό χώρο που θα επιτρέψει ελαφρύνσεις λόγω της δέσμευσής της για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχει αναλάβει (πλεονάσματα που συνδέονται με την ελάφρυνση του χρέους).
Επαναλαμβάνει τις ενστάσεις του για τους υψηλούς στόχους στα πρωτογενή πλεονάσματα, οι οποίοι «κοστίζουν στην ανάπτυξη», καθώς περιλαμβάνουν «υψηλούς φόρους και περιορισμένες κοινωνικές και επενδυτικές δαπάνες». Στο πλαίσιο αυτό, προκρίνει μια στροφή σε ένα μείγμα πολιτικής πιο φιλικό στην ανάπτυξη, το οποίο μέσω μιας περαιτέρω δημοσιονομικής εξισορρόπησης θα μειώσει τους άμεσους φόρους και θα αυξήσει στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες για την υποστήριξη της μεγέθυνσης και τη μείωση της «ακόμη υψηλής» φτώχειας.