Η σχέση του αμερικανού προέδρου με τα Μέσα που του ασκούν κριτική είναι γνωστή: μέρα παρά μέρα χαρακτηρίζει ως «fake news», ή και χειρότερα, εφημερίδες και τηλεοπτικά δίκτυα όπως οι «New York Times», η «Washington Post» και το CNN. Την περασμένη εβδομάδα ο Λευκός Οίκος απαγόρευσε σε μια δημοσιογράφο του CNN την πρόσβαση στην κοινή συνέντευξη Τύπου του Ντόναλντ Τραμπ και του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ με το επιχείρημα ότι είχε κάνει «ανάρμοστες ερωτήσεις» στον πρώτο –ακόμα και το απόλυτα τραμπικό Fox News δυσανασχέτησε.

Ο αμερικανός πρόεδρος δεν διστάζει ακόμα και να ενθαρρύνει τους υποστηρικτές του να γιουχάρουν, στη διάρκεια πολιτικών συγκεντρώσεων ή και πιο επίσημων προεδρικών εκδηλώσεων, τους παριστάμενους δημοσιογράφους. Ειδικά με τους «New York Times», ωστόσο, την εφημερίδα των 125 Πούλιτζερ που ο ίδιος θεωρεί «πραγματικά, μια από τις χειρότερες», έχει την πιο δύσκολη σχέση από όλες. Και μόλις την πήγε ακόμα ένα βήμα πιο πέρα, προκαλώντας μια σφοδρή δημόσια σύγκρουση με τον 37χρονο εκδότη της, τον Αρθουρ Γκρεγκ Σουλτσμπέργκερ.

Παρά τα όσα «σέρνει» στη θρυλική εφημερίδα της γενέτειράς του, ο Τραμπ και τα γραφεία της έχει επισκεφθεί, και σε δημοσιογράφους της έχει μιλήσει. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που προσκάλεσε στις 20 Ιουλίου τον υιό Σουλτσμπέργκερ, ο οποίος διαδέχθηκε στην κεφαλή των «New York Times» τον πατέρα του Αρθουρ Οκς Σουλτσμπέργκερ στις αρχές του έτους, στον Λευκό Οίκο: στην πραγματικότητα, οι επικεφαλής των μεγάλων αμερικανικών Μέσων συναντώνται συχνά με κυβερνητικούς αξιωματούχους. Ούτε είναι παράξενο που ζήτησε να μείνει η συνάντηση αυτή off the record: αυτό είναι το σύνηθες. Παράξενα ή, μάλλον, τυπικά του Τραμπ είναι τα όσα ακολούθησαν. Γιατί ο αμερικανός πρόεδρος αποκάλυψε μόνος του προχθές στο Τwitter τη συνάντηση με τον Σουλτσμπέργκερ, χαρακτηρίζοντάς την αρχικά «πολύ καλή και ενδιαφέρουσα», για να προσθέσει στη συνέχεια το εξής: «Περάσαμε πολλή ώρα συζητώντας για τις τεράστιες ποσότητες fake news που προωθούν τα μίντια και το πώς αυτά τα fake news έχουν μεταμορφωθεί σε μία φράση, “Εχθρός του λαού”. Θλιβερό!».

Ο Τραμπ ξέχασε να διευκρινίσει πως ήταν ο ίδιος που άρχισε να χρησιμοποιεί την ετικέτα «Εχθρός του λαού» αναφερόμενος στον Τύπο κατά το πρώτο έτος της θητείας του. Πυροδότησε λοιπόν, δυο ώρες αργότερα, μια μακροσκελή, γραπτή απάντηση του Σουλτσμπέργκερ. Ο εκδότης των «New York Times» επεσήμανε πως αποδέχθηκε την πρόσκληση του αμερικανού προέδρου θέλοντας πρωτίστως να εγείρει τις ανησυχίες του για τη «βαθιά ανησυχητική ρητορική του εναντίον του Τύπου».

«Είπα ευθέως στον πρόεδρο πως κατά την άποψή μου ο λόγος του δεν είναι απλώς διχαστικός, αλλά ολοένα και πιο επικίνδυνος» έγραψε. «Του είπα πως παρότι η φράση “fake news” είναι αναληθής και επιζήμια, με ανησυχεί πολύ περισσότερο το γεγονός ότι χαρακτηρίζει τους δημοσιογράφους “Εχθρό του λαού”. Προειδοποίησα πως αυτή η εμπρηστική ρητορική συντελεί σε μια αύξηση των απειλών εναντίον των δημοσιογράφων και θα οδηγήσει σε βία». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα εκτός των ΗΠΑ, σημείωσε ο Σουλτσμπέργκερ, όπου κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τα λόγια του Τραμπ ως άλλοθι προκειμένου να καταστείλουν την ελευθερία του Τύπου.

Ο ίδιος προειδοποίησε, όπως είπε τον αμερικανό πρόεδρο, ότι οι επιθέσεις του «θέτουν ζωές σε κίνδυνο» και «υπονομεύουν τα δημοκρατικά ιδεώδη του έθνους μας».

Το παράξενο, ένα ακόμα παράξενο, είναι πως μιλώντας εκ των υστέρων στον Μαρκ Λάντλερ, έναν δημοσιογράφο των «New York Times», ο Σουλτσμπέργκερ περιέγραψε τη συνάντησή του με τον Τραμπ, τον οποίο είχε συναντήσει νωρίτερα μόνο μία ακόμη φορά, ως «εγκάρδια». Του είπε μάλιστα πως στο τέλος της, ένιωθε πως ο αμερικανός πρόεδρος είχε ακούσει τα επιχειρήματά του. Σε κάθε περίπτωση, η δημόσια απάντηση του εκδότη των «New York Times» καθόλου δεν άρεσε στον Τραμπ.

Με ένα νέο μπαράζ από tweets, κατηγόρησε τους… αποτυχημένους «New York Times» και την Amazon Washington Post ότι κρατούν αντιπατριωτική στάση και θέτουν ζωές σε κίνδυνο με τον ανεύθυνο τρόπο που ασκούν τη δημοσιογραφία. «Δεν θα επιτρέψω να ξεπουλήσουν τη σπουδαία μας χώρα οι haters του Τραμπ στην ετοιμοθάνατη βιομηχανία των εφημερίδων» διακήρυξε. Αμέσως μετά μετέφερε την οργή του στον Ρόμπερτ Μιούλερ, τον ειδικό εισαγγελέα που ερευνά την εμπλοκή της Ρωσίας στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016, με νέους μύδρους για το «στημένο κυνήγι μαγισσών» του.
Τώρα δηλώνει έτοιμος να συναντηθεί με τον Ροχανί

Δύο πράγματα ξεχώρισαν στη συνάντηση που είχε χθες το βράδυ ο πρόεδρος Τραμπ με τον ιταλό πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε στον Λευκό Οίκο. Το ένα ήταν η παραίνεση του αμερικανού προέδρου προς την ΕΕ να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ρώμης στο ζήτημα της μετανάστευσης, παράτυπης και νόμιμης. Το δεύτερο ήταν η θετική του απάντηση στην ερώτηση αν θα ήταν έτοιμος να συναντηθεί με τον ιρανό πρόεδρο Χασάν Ροχανί. «Είμαι έτοιμος να συναντηθώ με οποιονδήποτε», τόνισε. «Πιστεύω στις συναντήσεις, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που υπάρχει κίνδυνος πολέμου». Η συνάντηση αυτή μάλιστα, πρόσθεσε, θα γίνει χωρίς όρους.

Οι έπαινοι του Τραμπ για τη Ρώμη έρχονται σε μια στιγμή που η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια έξαρση ρατσιστικών επιθέσεων για την οποία ο ΟΗΕ εκφράζει «βαθιά ανησυχία» και η αντιπολίτευση κατηγορεί τον ακροδεξιό υπουργό Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι ως ηθικό αυτουργό. «Η Ιταλία έχει ακολουθήσει μια πολύ αποφασιστική στάση στα σύνορα, μια στάση που λίγες χώρες υιοθέτησαν. Και ειλικρινά, κατά τη γνώμη μου, κάνει το σωστό», πρόσθεσε μιλώντας στις κάμερες.

Ο ιταλός πρωθυπουργός βρίσκεται στην Ουάσιγκτον λόγω ακριβώς της μετανάστευσης, δήλωσε ο αμερικανός πρόεδρος λίγο αργότερα, στη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου, προτού αδράξει την ευκαιρία να επαναλάβει την απειλή του να επιτρέψει την παύση λειτουργίας (shutdown) της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην περίπτωση που οι Δημοκρατικοί αρνηθούν να υποστηρίξουν τις αλλαγές που προωθεί η κυβέρνησή του στη νομοθεσία για την μετανάστευση.

Ηταν η τρίτη συνάντηση ανάμεσα σε δύο ηγέτες με πολλά κοινά σημεία: ο Κόντε είναι επικεφαλής μιας κυβέρνησης αποτελούμενης από «αντισυστημικές» δυνάμεις που επιδιώκει να κλείσει την πόρτα στους μετανάστες, θέτει σε αμφισβήτηση τους ευρωπαϊκούς κανόνες και τάσσεται υπέρ μιας νέας προσέγγισης με τη Ρωσία. Ο αμερικανός πρόεδρος είχε μάλιστα χαρακτηρίσει τον ιταλό πρωθυπουργό «καταπληκτικό» στη διάρκεια της τελευταίας συνόδου της G7 στον Καναδά –ο Κόντε είχε τότε στηρίξει την πρόταση του Τραμπ για επανεισδοχή της Ρωσίας στην Ομάδα. «Η Ιταλία είναι ανοιχτή στον διάλογο με τη Ρωσία», δήλωσε χθες από την Ουάσιγκτον ο ιταλός πρωθυπουργός, προσθέτοντας πάντως πως μια ξαφνική άρση των κυρώσεων είναι αδιανόητη. «Οι κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας θα παραμείνουν ως έχουν», σχολίασε στη συνέχεια ο Τραμπ.

Μετανάστευση και εμπόριο κυριάρχησαν στη συνάντηση. Οι δυο άνδρες μοιράζονται άλλωστε τις ίδιες επιφυλάξεις όσον αφορά το ελεύθερο εμπόριο: ο αμερικανός πρόεδρος έχει αποσύρει τη χώρα του από πολλές διεθνείς συμφωνίες, ενώ η κυβέρνηση Κόντε δεν επικύρωσε τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΕΕ-Καναδά, τη CETA. H Ρώμη επιθυμεί βέβαια να προστατεύσει τις ιταλικές αυτοκινητοβιομηχανίες, τη στιγμή που η Ουάσιγκτον απειλεί να επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων. Και ο ιταλός υπουργός Εξωτερικών απέκλεισε την περασμένη εβδομάδα το ενδεχόμενο να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες της χώρας στο 2% του ΑΕΠ, όπως αξιώνει η Ουάσιγκτον.

Η συνάντηση Κόντε-Τραμπ συνέπεσε, σε κάθε περίπτωση, με μια ενίσχυση της συγκρουσιακής στάσης της Ρώμης έναντι των Βρυξελλών. Σε συνέντευξή του στους «Sunday Times», ο Σαλβίνι συμβούλευσε την Τερίζα Μέι να γίνει πιο σκληρή στις διαπραγματεύσεις για το Brexit εκφράζοντας την ελπίδα να ολοκληρωθούν καλά οι διαπραγματεύσεις «ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο να χρησιμεύσει ως παράδειγμα για εκείνους που θέλουν να βγουν από την ΕΕ». Αίσθηση προκάλεσε χθες και μια άλλη συνέντευξη, αυτή τη φορά από τον ιδρυτή του Κινήματος Πέντε Αστέρων: η Ιταλία, δήλωσε ο Μπέπε Γκρίλο, πρέπει να έχει ένα «plan B» εγκατάλειψης της ευρωζώνης μέσω δημοψηφίσματος αν οι οικονομικές συνθήκες το επιβάλουν.