Στο πρόσφατο συνέδριο με θέμα «Η εθνική δικαιοσύνη υπό την ευρωπαϊκή διάσταση», που συνδιοργάνωσαν ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας και η Εταιρεία Δικαστικών Μελετών στην Αρχαία Ολυμπία, κοινό ήταν το συμπέρασμα όλων των ομιλητών πως η χώρα μας εξακολουθεί να κατέχει αρνητική θέση σε διεθνές επίπεδο στον τομέα της απονομής της δικαιοσύνης και της αποτελεσματικής λειτουργίας της. Είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση μεταξύ των 47 μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης όσον αφορά τις καταδίκες που της έχουν επιβληθεί από το ΕΔΔΑ για παραβιάσεις της αρχής της δίκαιης δίκης, κυρίως αναφορικά με την εύλογη διάρκειά της, καθώς σε περισσότερες από 370 υποθέσεις σημειώθηκαν μη αποδεκτές καθυστερήσεις. Ομοίως στον τομέα της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα κατατάχθηκε στην 186η θέση μεταξύ 190 χωρών. Ολα αυτά μάλιστα συμβαίνουν σε μια χώρα που έχει πολύ περισσότερους δικαστές ανά κάτοικο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τη μεγαλύτερη αναλογία δικηγόρων σε σχέση με τον πληθυσμό της εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης και παρότι τελευταία μελέτη του Αμερικανικού Εθνικού Κέντρου Πολιτειακών Δικαστηρίων χαρακτήρισε ως υψηλό το επίπεδο της νομικής κατάρτισης των ελλήνων δικαστών.
Είναι συνεπώς προφανές πως κάτι δεν πάει καλά με το ελληνικό δικαιικό σύστημα που εμφανίζει χρόνιες παθογένειες, μερικές εκ των οποίων είχε εντοπίσει ήδη από το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην ομιλία του κατά την πρώτη συνεδρίαση του ΣτΕ. Παθογένειες που έκτοτε η ελληνική πολιτεία δεν μπόρεσε (ή δεν θέλησε) να αντιμετωπίσει και που ασφαλώς δεν εξαλείφθηκαν ούτε με τα προκρούστειας λογικής νομοθετήματα της τελευταίας δεκαετίας, τα περισσότερα εκ των οποίων αυτοχαρακτηρίζονταν ως πρωτοβουλίες «για την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης», αλλά κατόρθωναν το ακριβώς αντίθετο, ενώ κινούνταν οριακά ως προς τη συνταγματικότητά τους. Αυτό συνέβη διότι, μεταξύ άλλων, δεν έλυναν δομικά προβλήματα της ελληνικής Δικαιοσύνης και διότι διατάρασσαν την ισορροπία μεταξύ αφενός της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης και αφετέρου της ποιότητας του παραγόμενου δικαιοδοτικού έργου με παράλληλο σεβασμό των εγγυήσεων ενός σύγχρονου κράτους δικαίου.
Δεν επιχειρήθηκαν έτσι μεταρρυθμίσεις που θα εξασφάλιζαν την πραγματική εξωτερική και εσωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, όπως η ανάδειξη της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων και η θωράκιση της διαφάνειας στους κόλπους της. Δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ το φαινόμενο της πολυνομίας, της ελλιπούς κωδικοποίησης των νόμων και της συχνής παραβίασης της αρχής της χρηστής νομοθέτησης. Δεν επιδείχθηκε επίσης η αναγκαία τόλμη για την εισαγωγή θεσμών, όπως του βοηθού δικαστή κ.ά., που θα συντελούσαν σημαντικά στην ελάφρυνση του δικαστικού έργου, και δεν προωθήθηκαν με τρόπο αποτελεσματικό (αλλά αντιθέτως συχνά αυτοϋπονομεύτηκαν) μορφές εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, όπως η δικαστική μεσολάβηση, η διαιτησία και εσχάτως η διαμεσολάβηση. Τέλος, δεν αναχαιτίστηκε ποτέ το φαινόμενο της καταχρηστικής προσφυγής στη Δικαιοσύνη, ακόμα και από την ίδια την πολιτεία.
Οσο η λήψη τέτοιων μέτρων καθυστερεί ή εμποδίζεται, η απόσταση που θα χωρίζει τη Δικαιοσύνη από την απονομή της θα παραμένει μεγάλη και δύσβατη.
Ο Δημήτρης Δημητρουλόπουλος είναι πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ηλείας