«Κάντε ό,τι νομίζετε». Αυτή ήταν η απάντηση που έλαβε από την Πυροσβεστική Υπηρεσία ένα ζευγάρι στο Μάτι, το οποίο απεγνωσμένα προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την αρμόδια υπηρεσία την ώρα που έβλεπε από το σπίτι όπου έμενε μαζί με το μωρό του ανησυχητικούς καπνούς.
Η σοκαριστική αυτή περιγραφή, που αποτυπώνει το μέγεθος της ηχηρής απουσίας των αρμοδίων τις κρίσιμες ώρες των φονικών πυρκαγιών στην Ανατολική Αττική, περιλαμβάνεται στην πρώτη μήνυση που κατέθεσε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών ο δικηγόρος Αντώνης Φούσας για λογαριασμό συγγενών δύο εκ των –τουλάχιστον –90 θυμάτων.
Η σύζυγος και η κόρη του Βασίλη Κατσαργύρη, ο οποίος δύο ημέρες νωρίτερα είχε παντρέψει την κόρη του και την ημέρα της φωτιάς βρισκόταν στο σπίτι του στον Νέο Βουτζά, καθώς και ο γιος της Μαρίας Παγωμένου, που νοίκιαζε το ισόγειο της ίδιας κατοικίας, περιγράφουν στη μήνυσή τους την «πλήρη εγκατάλειψη και τις τραγικές συνθήκες αποτέφρωσης των δύο ανθρώπων μας».
Ποιους κατηγορούν. Το «κατηγορώ» των συγγενών των δύο θυμάτων αφορά, όπως προκύπτει από τη μήνυση, τον γενικό γραμματέα Πολιτικής Προστασίας Γιάννη Καπάκη, την περιφερειάρχη Αττικής Ρένα Δούρου και τον δήμαρχο Μαραθώνα Ηλία Ψινάκη. Επιπλέον στρέφουν τα πυρά τους κατά των υπευθύνων των Γραφείων Πολιτικής Προστασίας Περιφέρειας Αττικής και Δήμου Μαραθώνα, των υπευθύνων αξιωματικών της Πυροσβεστικής και της ΕΛ.ΑΣ. για την περιοχή της Ανατολικής Αττικής, καθώς και κατά παντός άλλου υπευθύνου.
Καμία επίσημη ενημέρωση. Στη μήνυση επισημαίνεται μάλιστα «ότι ούτε από πριν ούτε και κατά τις στιγμές εκείνες μας είχε πει κάποιος αρμόδιος της Περιφέρειας ή του Δήμου ή της Πυροσβεστικής ή και της Αστυνομίας κατά ποιο τρόπο θα ενεργήσουμε σε περίπτωση πυρκαγιάς και ποιο δρόμο θα έπρεπε να ακολουθήσουμε για να πάμε σε ασφαλές μέρος».
Ετσι, πάνω στον μεγάλο πανικό τους, όπως περιγράφεται στη μήνυση, «ενεργήσαμε τελείως αυτοβούλως και αποφασίσαμε να πάμε στην παραλία έξω από τη θάλασσα». Ο Βασίλης Κατσαργύρης είπε στη σύζυγό του να φύγει προς τη θάλασσα με το ένα αυτοκίνητο, που βρισκόταν έξω από το σπίτι τους στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, και να έπαιρνε μαζί της και τους τρεις φιλοξενουμένους τους εκ του εξωτερικού, ενώ ο ίδιος θα ακολουθούσε με το άλλο αυτοκίνητό τους, το οποίο βρισκόταν μέσα στο γκαράζ του σπιτιού τους.
Την ίδια ώρα, όπως εκ των υστέρων ενημέρωσε τους μηνυτές «μια γειτόνισσά μας, μαζί με τον σύζυγό της και το μωράκι τους, αφού είδαν και αυτοί πολλούς ανησυχητικούς καπνούς, τηλεφώνησε ο σύζυγός της στην Πυροσβεστική Υπηρεσία και δεν απαντούσε κανένας. Υστερα από ώρα πήραν την απάντηση “κάντε ό,τι νομίζετε”. Επομένως, πλήρης άγνοια και πρωτοφανής ανευθυνότητα κατά τις κρίσιμες εκείνες ώρες από τους πλέον αρμοδίους της Πυροσβεστικής. Ετσι, το ζευγάρι αυτό αποφάσισε, από μόνο του, να εγκαταλείψει το σπίτι και να φύγει σε άγνωστη κατεύθυνση και ιδίως διότι το μωράκι τους είχε πρόβλημα με τους καπνούς, αλλά και διότι διέβλεψαν τον μεγάλο κίνδυνο, κάτι που δυστυχώς και περιέργως δεν είδε η Πυροσβεστική».
Για την ίδια έλλειψη ενημέρωσης τις τραγικές εκείνες στιγμές μιλούν –σύμφωνα με τους μηνυτές –όλοι οι κάτοικοι του οικισμού Μάτι (Νέος Βουτζάς) και όλοι έφευγαν πανικόβλητοι και αλλόφρονες προς άγνωστη κατεύθυνση και, πάντως, οι περισσότεροι μόνοι τους και με πρωτοβουλία τους προς τη θάλασσα.
Οι μηνυτές επικαλούνται ακόμα τη μαρτυρία γείτονα του οποίου το σπίτι είναι πολύ κοντά στο δικό τους, ο οποίος τους είπε ότι «αυτός έμεινε στο σπίτι καθ’ όλο τον χρόνο της καταστροφής (από τη Δευτέρα 23/7 μέχρι την Τρίτη 24/7), και όμως κανένας, ούτε από την Περιφέρεια ούτε από τον Δήμο ούτε από την Πυροσβεστική ούτε και από την Αστυνομία, δεν πέρασε από το σπίτι του ούτε είχε άλλη ειδοποίηση περί του τι θα έπρεπε να κάνει. Μόνος του πήρε την πρωτοβουλία να μείνει στο σπίτι του και έτσι, ως εκ θαύματος, σώθηκε και αυτός και το σπίτι του. Επιμένει όμως ότι εκείνο το βράδυ της καταστροφικής πυρκαγιάς δεν εμφανίστηκε απολύτως κανένας, όχι μόνο στο σπίτι του, αλλά ούτε και στους δρόμους του Νέου Βουτζά».
Η περιγραφή του συμπίπτει με αυτή που είχαν από άλλη γειτόνισσα, η οποία «μας ενημέρωσε εκ των υστέρων ότι δεν πέρασε κανένας αρμόδιος για να τους καθοδηγήσει και λόγω του καπνού και της φωτιάς έφυγε όλη η οικογένειά της μέσω της β’ εισόδου και όταν πέρασαν από το σπίτι το δικό μας είδαν τη Μαρία Παγωμένου έξω από το σπίτι της και της είπαν να φύγει γρήγορα».
Τους βρήκαν νεκρούς. Και οι συγγενείς των θυμάτων καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «οι δύο άνθρωποί μας, ο Βασίλειος Κατσαργύρης και η Μαρία Παγωμένου, αφού πρώτα θεωρήθηκαν αγνοούμενοι, βρέθηκαν, δυστυχώς, νεκροί και αποτεφρωμένοι σε απόσταση 300-400 μέτρων από το σπίτι μας στον οικισμό του Νέου Βουτζά και έτσι γράφτηκε ο επίλογος ενός τραγικού δράματος, πρώτα αυτών των δύο και μετά και όλων των στενότατων συγγενών τους, που θρηνούμε τον τόσο άδικο και βασανιστικό χαμό τους». Με την προσφυγή τους στη Δικαιοσύνη καταγγέλλουν τις πρωτοφανείς και εγκληματικές παραλείψεις των αρμοδίων, περιμένοντας την τιμωρία των υπευθύνων.

Το «δεδικασμένο» της Ηλείας

Το «δεδικασμένο» που έχει δημιουργήσει η δικαστική απόφαση για τα λάθη και τις παραλείψεις, που έχουν βεβαιωθεί και δικαστικά, επικαλείται στη μήνυσή του ο δικηγόρος Αντώνης Φούσας, ο οποίος είχε παρασταθεί και σε εκείνη τη δίκη.

«Οι δικαστικά βεβαιωμένες παραλείψεις περιγράφονται λεπτομερώς στις εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις για την Ηλεία, το 2007, και όπως με ασφάλεια εκτιμάται είναι οι ίδιες με τις παραλείψεις των αρμοδίων κατά τις φονικές και καταστροφικές φωτιές στην Ανατολική Αττική», αναφέρεται χαρακτηριστικά στη μήνυση, στην οποία απαριθμώνται οι 12 παραλείψεις που με τη σφραγίδα της Δικαιοσύνης οδήγησαν τους υπαίτιους τότε σε αμετάκλητη καταδίκη.