Τις οικιστικές περιοχές της Αττικής που έχουν χτιστεί σε μεικτές και μεταβατικές δασικές εκτάσεις οφείλει να θέσει άμεσα στο επίκεντρο των σχεδιασμών της η πολιτεία. Σε αντίθετη περίπτωση, καταστροφικά φαινόμενα όπως η φονική πυρκαγιά που αφαίρεσε τη ζωή 92 ανθρώπων στο Μάτι θα επαναληφθούν… Ο χάρτης που σχεδίασε ένας γεωλόγος ερευνητής, ο Παύλος Κρασάκης από το Εθνικό Κέντρο Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης, αποδεικνύει ότι πολλές περιοχές του Λεκανοπεδίου είναι ευάλωτες σε φυσικές καταστροφές και χρήζουν άμεσης μέριμνας από την πολιτεία: τα βόρεια και τα ανατολικά προάστια του νομού, οι παράκτιες περιοχές της Ανατολικής Αττικής και η Σαλαμίνα είναι μερικές από αυτές.
«Για την κατάρτιση του χάρτη χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία της Eurostat σε σχέση με τη χρήση γης και στη συνέχεια έγινε συσχέτισή τους με τα πολύγωνα όπου υπάρχει πληθυσμός. Αυτό που διαπιστώθηκε είναι ότι υπάρχει οικιστική κάλυψη σε περιοχές που χρήζουν μελέτης. Είναι περιοχές ευαίσθητες σε πυρκαγιές και κάποιες, όπως αυτές της Ανατολικής Αττικής, με άναρχη δόμηση που πολλαπλασιάζει τους κινδύνους» λέει ο Παύλος Κρασάκης στα «ΝΕΑ». «Επείγει να εξετάσουμε τι σχεδιασμός υπάρχει, τι γίνεται εκεί με τα κτήματα, με τις καλλιέργειες, με τη βλάστηση. Πώς είναι δομημένες αυτές οι περιοχές, αν υπάρχουν ιδιαιτερότητες όπως μπαζωμένα ρέματα, τι πλάτος έχουν οι δρόμοι, αν υπάρχει οργανωμένο σχέδιο εκκένωσης. Είναι περιοχές που κινδυνεύουν» προσθέτει.
Ο ίδιος εξηγεί ότι οι οικισμοί που βρίσκονται κοντά στις ακτές αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο πρόβλημα, κάτι που αποδείχθηκε με τραγικό τρόπο στο Μάτι. «Η Νέα Μάκρη, ο Μαραθώνας, το Μάτι είναι περιοχές που συνδυάζουν δασικές εκτάσεις και άναρχη δόμηση κοντά στις ακτές, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν διέξοδοι διαφυγής. Είναι ασύμμετρες γεωμορφολογικά περιοχές, αλλού έχουν κλίσεις, αλλού έχουν βράχια, αλλού γκρεμούς. Η τραγωδία στην Αργυρά Ακτή είναι μια ενδεικτική περίπτωση, καθώς οι άνθρωποι έφτασαν στα 30 μέτρα από τη θάλασσα, αλλά δεν κατάφεραν να σωθούν επειδή συνάντησαν γκρεμό».
ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ. Παρ’ όλ’ αυτά, οι επιστήμονες τονίζουν ότι είναι εφικτή η λήψη μέτρων για την προστασία της ανθρώπινης ζωής ακόμη και σε δομημένες περιοχές. «Κάθε δήμος πρέπει να διαθέτει γεωλόγο με γνώσεις για φυσικές καταστροφές. Είναι απολύτως αναγκαίο και είναι κάτι που συμβαίνει στο εξωτερικό. Οι μηχανικοί που διαθέτουν οι δήμοι δεν αρκούν ώστε να γίνει πλήρως κατανοητή η λειτουργία αυτών των φαινομένων. Απαιτείται ένα σχέδιο συνεργασίας των τοπικών Αρχών με τους επιστήμονες ώστε η αντιμετώπιση και η πρόληψη των πυρκαγιών να γίνονται με ολιστικό τρόπο» λέει ο Κρασάκης.
«Ολοι ξέρουμε ότι υπάρχουν σημεία που αν πιάσουν φωτιά, θα έχουμε νεκρούς» λέει από την πλευρά του ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος, διδάκτωρ Δασολογίας με εξειδίκευση στις δασικές πυρκαγιές. «Εδώ συνέβη σε μια περίπτωση που ήταν προφανής η πορεία της φωτιάς… Πρέπει να γίνουν πολύ συγκεκριμένες κινήσεις. Για να καταρτιστεί αντιπυρικό σχέδιο θα πρέπει να προηγηθεί ανάλυση απειλής ανά περιοχή: να υπάρξει ένας σχεδιασμός που να αναλύει τι πρόβλημα έχει ο κάθε οικισμός και πού. Με βάση αυτό, θα μπορέσουμε να αποφασίσουμε τι μέτρα πρέπει να ληφθούν. Αυτό ακριβώς είναι ο αντιπυρικός σχεδιασμός. Απαιτείται ανάλυση της κατάστασης και εν συνεχεία λήψη των σωστών μέτρων τη σωστή στιγμή. Αυτό για να γίνει απαιτεί γνώση, δεν είναι απλό. Πρέπει να ληφθούν υπόψη αντικειμενικά στοιχεία, δηλαδή να χαρτογραφηθεί η βλάστηση, να μετρηθούν τα μήκη και τα πλάτη των δρόμων, να δούμε αν μπορούν να συναντηθούν αυτοκίνητα, αν μπορεί να υπάρξει κάποιο σταθμευμένο όχημα, αν μπορεί να κάνει ένας πολίτης αναστροφή, αν υπάρχουν διέξοδοι διαφυγής. Αν γίνει τέτοιου είδους ανάλυση, τότε μπορούν να προφυλαχθούν τα επικίνδυνα σημεία. Για παράδειγμα, να μπουν κρουνοί εκεί όπου χρειάζονται, να δημιουργηθούν ζώνες τοπικής άμυνας, δηλαδή σημεία όπου μπορεί να καταφύγει ο πολίτης σε περίπτωση πυρκαγιάς. Και φυσικά αν χρειαστεί να γίνουν κατεδαφίσεις και απαλλοτριώσεις, να γίνουν. Γιατί ο πολίτης είναι σήμερα ενημερωμένος και υπάρχει συνειδητοποίηση ύστερα από όσα συνέβησαν, θα υπάρχει όμως και σε τρία χρόνια από τώρα;».
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ. Ο ίδιος επισημαίνει ότι εκτός από τη χάραξη αντιπυρικής πολιτικής θα πρέπει παράλληλα να υπάρξει εκπαίδευση των πολιτών. «Κάθε πολίτης, εκτός από γνώστης των μέτρων που έχει χαράξει η πολιτεία, θα πρέπει και να ξέρει τι θα κάνει σε περίπτωση φωτιάς. Να το έχει σκεφτεί και να το έχει σχεδιάσει» εξηγεί. «Πέρα από όλα αυτά απαιτείται η βελτίωση του μηχανισμού καταστολής του φαινομένου της πυρκαγιάς καθώς μέσα από την τελευταία εξέλιξη αποδεικνύεται στην πράξη ότι το Πυροσβεστικό Σώμα δεν μπορεί να προσφέρει επαρκή προστασία. Το βλέπουμε ξανά και ξανά και δεν έχουμε πάρει το μάθημά μας…».