Οταν οι χώρες ανησυχούν για την ασφάλειά τους συχνά επιμένουν ότι πρέπει να μειώσουν την εξάρτησή τους από τα ξένα προϊόντα, να μειώσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού και να παράγουν περισσότερα εγχώρια προϊόντα. Ομως ο προστατευτισμός βελτιώνει όντως την ασφάλεια; Τώρα που βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός εμπορικού πολέμου πρέπει να εξετάσουμε τα επιχειρήματα υπέρ του προστατευτισμού και να μελετήσουμε τον μεγαλύτερο εμπορικό πόλεμο του εικοστού αιώνα.
Υπάρχει μια υποκριτικότητα στις συζητήσεις για το εμπόριο. Οι δασμοί στις εισαγωγές και άλλα παρόμοια μέτρα συχνά παρουσιάζονται ως χρήσιμα εργαλεία εξωτερικής πολιτικής. Ομως είναι προφανές ότι τέτοια μέτρα ωφελούν μόνο συγκεκριμένους ψηφοφόρους και ακολουθούνται από μια άδικη φορολογία.
Ο πρόεδρος Τραμπ θα έλεγε ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο ισχυρισμός του προέδρου ότι οι εμπορικοί πόλεμοι είναι καλοί και κερδίζονται εύκολα δεν είναι κάτι καινούργιο. Ως Μέγας Θησαυροφύλακας της Βρετανίας, ο Νέβιλ Τσάμπερλεν ανέτρεψε τη θέση της χώρας του ως υπερασπίστριας του ελεύθερου εμπορίου το 1932. Ανησυχώντας για το εμπορικό έλλειμμα θέσπισε ένα νέο σύστημα προστασίας. Ταυτόχρονα όμως άνοιξε τον δρόμο για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εμπορική πολιτική του αποδυνάμωσε την Αγγλία και ενδυνάμωσε τη Γερμανία.
Επειτα από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο πολλοί φοβούνταν την αναζωπύρωση του γερμανικού εθνικισμού. Για να τιθασεύσει τη Γερμανία η Δύση είχε δυο επιλογές: ένα σύστημα συμμαχιών ή ένα μαζικό σύμφωνο ασφάλειας. Η Γαλλία διάλεξε την πρώτη επιλογή και συμμάχησε με την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία για να περιορίσει τον επεκτατισμό της Ουγγαρίας και της Γερμανίας. Η Αγγλία διάλεξε τη δεύτερη επιλογή και στράφηκε στην Κοινωνία των Εθνών για να υπερασπιστεί την εθνική της ακεραιότητα. Οι δυο τακτικές οδήγησαν στη Μεγάλη Υφεση, η οποία οφείλεται κυρίως στις προστατευτικές πολιτικές της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Ο Χάρολντ Τζέιμς είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον