Μελαγχολεί κανείς γιατί αλήθεια να μη ζει ο Πιερ Πάολο Παζολίνι ή ο Φεντερίκο Φελίνι (ο άνθρωπος που του αποκάλυψε τον κόσμο, σύμφωνα με μαρτυρία του αστροφυσικού και ακαδημαϊκού Δημήτρη Νανόπουλου), ώστε να «γυρίσει» είτε ο ένας είτε ο άλλος μια συγκλονιστική ταινία στη μεταμεσονύχτια οδό Αχαρνών. Οσες φορές κι αν την έχεις διασχίσει μέσα στη μέρα, αισθάνεσαι πως την ανακαλύπτεις πραγματικά μόνο τη νύχτα. Ανακαλύπτεις την πραγματική της ταυτότητα ενώ όλη η οδός πια κατά μήκος της μοιάζει έντονα σαν ένα σκηνικό που έχει μόλις στηθεί. Σε αντίθεση με την παράλληλή της Πατησίων, που αν εξαιρέσεις τη συμβολή της με την Αγίου Μελετίου που διατηρεί κάποια ζωντάνια, ή άλλους παράλληλους με τη νότια πλευρά της δρόμους που ένας καχύποπτος μικροαστός θα τους χαρακτήριζε με τον στίχο του σπουδαίου αλλά άγνωστου ποιητή Αλέξανδρου Μπάρα «Ερεβος και τρόμος», η νυχτερινή Αχαρνών σαν να μη φοβάται να εκθέσει την «αλλόκοτη» –τόσο όμως ποιητική της όψη –ώστε ακίνδυνη καθώς την συνειδητοποιείς να την απολαύσεις ακόμη περισσότερο.
Καφετέριες μισοφωτισμένες με πελατεία τους κατά ογδόντα τοις εκατό αλλοδαπούς, που θα πρέπει να αισθάνονται, όποιος κι αν είναι ο τόπος της καταγωγής τους, ότι η νύχτα και οι ανάγκες της μέρας που έμειναν ξεκρέμαστες τους έχουν μεταβάλει σε μια ομόγλωσση κοινότητα, λιλιπούτεια σουπερμάρκετ που μ’ ένα – δυο τραπέζια και τρεις – τέσσερις καρέκλες στο πεζοδρόμιο μοιάζει να οριοθετούν τη σωτήρια προοπτική μιας επικείμενης συνάθροισης, κλειστά επίσης λιλιπούτεια μαγαζιά, από «νεωτερισμούς» ως υδραυλικές επισκευές, που ένα μικρό φως στο εσωτερικό τους σαν να συμβάλλει στη φωτιστική ενορχήστρωση ενός δρόμου συνειδητά κρατημένου σ’ ένα ημίφως, άφοβα θα χαρακτήριζες την Αχαρνών ως έναν δρόμο μεταφυσικό, αφού το καθετί φαίνεται να υπάρχει περισσότερο για να το υποψιαστείς παρά για να το μάθεις. Πώς γίνεται αλήθεια μια πόλη όπως η Αθήνα, που μοιάζει το καλοκαίρι, αν συμβεί να μην απομακρυνθεί κανείς βήμα από κοντά της, ως κάτι εφιαλτικό, να μεταβάλλεται χάρη σ’ έναν μόνο της δρόμο σε μια εξωτική κυριολεκτικά περιοχή;