Ενας από τους πλέον διαβόητους εγκληματίες της χώρας, με δράση που είχε προκαλέσει παγκόσμιο ενδιαφέρον παρά το γεγονός ότι τότε τα μέσα ενημέρωσης δεν είχαν την σημερινή επέκταση, ήταν ο Κυριάκος Παπαχρόνης.
Γνωστός και ως «δράκος της Δράμας» απασχόλησε πολύ την κοινή γνώμη τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980. Οι βιασμοί και ανθρωποκτονίες ιερόδουλων γυναικών στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας από έναν δόκιμο έφεδρο αξιωματικό ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1981 όταν βίασε και σκότωσε μια ιερόδουλο και τελειώνει τον Δεκέμβριο του 1982, με τον σοβαρό τραυματισμό μιας 30χρονης μητέρας τεσσάρων παιδιών.
Στο διάστημα αυτό είχε διαπράξει δύο (2) ανθρωποκτονίες γυναικών, επτά (7) απόπειρες ανθρωποκτονιών, οκτώ (8) απόπειρες βιασμών, κακοποιήσεις αλλά και πέντε (5) βομβιστικές επιθέσεις.
Οι μαρτυρίες των θυμάτων που επέζησαν καθώς και το γεγονός ότι τα περισσότερες επιθέσεις της πραγματοποιούσε φορώντας την στρατιωτική του στολή βοήθησαν στην σύλληψή του, η οποία έγινε στις 13 Δεκεμβρίου του 1982 από την Ασφάλεια της Δράμας.
Ως έφεδρος δόκιμος αξιωματικός, η δίκη του διεξήχθη από το Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, και ο Παπαχρόνης βρέθηκε αντιμέτωπος με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή και της παράνομης οπλοχρησίας και οπλοκατοχής κατ’ εξακολούθηση. Το δικαστήριο τον καταδίκασε «δις εις θάνατον», ποινή που μετατρεπόταν σε 22 χρόνια κάθειρξη.
«Ευχαριστώ! Τι βάζετε τέτοιες ποινές; Τόσα χρόνια θα ζήσουμε; Στείλτε με στο απόσπασμα γιατί αν βγω έξω, πάλι τα ίδια θα κάνω».
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Κυριάκου Παπαχρόνη
Τον πρώτο καιρό της φυλάκισής του υπήρξε ιδιαίτερα απείθαρχος και βίαιος αλλά από την δεκαετία του 1990 και έπειτα μεταβλήθηκε σε υποδειγματικό κρατούμενο.
Αποφυλακίστηκε σε ηλικία 44 χρονών, το 2004, αφού είχε εκτίσει ολόκληρη την ποινή του.
Ο Παπαχρόνης ζει σήμερα στη Λάρισα, και δεν έχει απασχολήσει ξανά τις διωκτικές αρχές.
Ο Κυριάκος Παπαχρόνης γεννήθηκε το 1960 στην Ξάνθη, από την Εριφύλη και τον Χαράλαμπο Παπαχρόνη και έχει ακόμα μία αδερφή και έναν αδερφό. Η οικογένεια Παπαχρόνη διατηρούσε εστιατόριο – καφενείο στην πόλη στο οποίο δούλευε και ο Κυριάκος από μικρός. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο, έμεινε για λίγο καιρό στην Αθήνα, όπου δούλεψε σε διάφορα ξενοδοχεία, βγάζοντας τα προς το ζην.
Ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και διέπρεψε κυρίως στην πυγμαχία (στην οποία ανακηρύχθηκε πρωταθλητής στην κατηγορία των 90 κιλών) και στο καράτε, στο οποίο επίσης είχε ανακηρυχθεί πρωταθλητής.
Εγκλήματα
Το απόγευμα της 9ης Σεπτεμβρίου του 1981, ο Παπαχρόνης επισκέφτηκε έναν οίκο ανοχής στην περιοχή Προφήτης Ηλίας της Ξάνθης και ζήτησε τις υπηρεσίες μιας 46χρονης ιερόδουλης. Η συνέρευση όμως κατέληξε σε καυγά, με την ιερόδουλη (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Παπαχρόνη) να υποτιμά την σεξουαλική του ανικανότητα. Ο Παπαχρόνης έφυγε έξαλλος από θυμό, για να επιστρέψει μερικές ώρες αργότερα, να την βρει μόνη της και να την μαχαιρώσει μέχρι θανάτου.
Το επόμενο θύμα του, επίσης ιερόδουλη, το συνάντησε νύχτα στους δρόμους της Δράμας. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1981 και ενώ η ιερόδουλη αναζητούσε πελάτες, ο Παπαχρόνης την ακολούθησε χωρίς να γίνει αντιληπτός, και την μαχαίρωσε στην πλάτη. Όμως οι φωνές του θύματος προκάλεσαν την αναστάτωση των περαστικών και ο Παπαχρόνης έφυγε γρήγορα.
Δέκα μέρες αργότερα, στις 30 Δεκεμβρίου, και αφού είχε βγει από έναν κινηματογράφο που έπαιζε πορνογραφικές ταινίες θα εντοπίσει μια 19χρονη φοιτήτρια λίγο πριν φτάσει στο σπίτι της. Την μαχαίρωσε με πέντε μαχαιριές στον τράχηλο, αλλά έγινε αντιληπτός από τον πατέρα της 19χρονης που την περίμενε και έφυγε.Στις 15 Ιανουαρίου 1982, επιτέθηκε σε μία φιλόλογο την ώρα που περπατούσε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας. Την παρέσυρε κάτω από την αερογέφυρα και χτυπώντας την με το μαχαίρι του προσπάθησε να τη βιάσει. Όμως τελικά άλλαξε γνώμη και άφησε την γυναίκα να φύγει, η οποία ήταν και το πρώτο θύμα που έδωσε στην Αστυνομία ακριβή, και λεπτομερή περιγραφή του Παπαχρόνη.
Στις 15 Αυγούστου του 1982 συνάντησε τυχαία στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης μια πρόσφατη γνωριμία του και με επιμονή της ζητούσε να βρεθούν οι δυο τους. Ακολούθησε την κοπέλα μέχρι το σπίτι της, ζητώντας της να κάνουν έρωτα και στο τέλος της έκλεισε το στόμα, την άρπαξε και την παρέσυρε σε ένα παρακείμενο αλσύλλιο. Έβγαλε το μαχαίρι (που το είχε πάντα μαζί του) από την κάλτσα του και την μαχαίρωσε στον τράχηλο, της έσκισε τα ρούχα και την βίασε. Την παράτησε γυμνή παίρνοντας όλα τα προσωπικά της αντικείμενα, τα οποία πέταξε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μενεμένης, κρατώντας μόνο τον αναπτήρα της (στοιχείο που αργότερα θα τον συνδέσει πέραν πάσης αμφιβολίας με την δολοφονία της κοπέλας). Η κοπέλα πέθανε δυο ώρες αργότερα από εσωτερική αιμμοραγία και πνευμονική ασφυξία.
Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1982 επιτέθηκε κατά μιας 23χρονης, η οποία κατόρθωσε να ξεφύγει.
Την 1η Οκτωβρίου του 1982 ύστερα από παρακολούθηση επιτέθηκε και τραυμάτισε σοβαρά μια 18χρονη λίγα μέτρα έξω από το σπίτι της στην Δράμα και
στις 25 Οκτωβρίου επιτέθηκε στην Ξάνθη αυτή τη φορά, εναντίον μιας 32χρονης ιερόδουλης, την οποία τραυμάτισε πολύ σοβαρά.
Το τελευταίο θύμα του, ήταν μια 30χρονη καθαρίστρια, μητέρα τεσσάρων παιδιών, την οποία παρακολουθούσε στενά αρκετές ημέρες πριν της επιτεθεί. Όταν το έκανε αυτό , στις 8 Δεκεμβρίου του 1982- την μαχαίρωσε στο πρόσωπο και στην καρωτίδα, και εξαφανίστηκε.
Η σύλληψη
Οι περιγραφές του δράστη από τα επιζώντα θύματά του και το γεγονός ότι αναφέρονταν σε έναν άντρα που φοράει στρατιωτική στολή, διευκόλυνε τις διωκτικές Αρχές, περιορίζοντας το εύρος των υπόπτων. Η συμμετοχή των στρατιωτικών Αρχών στην αναζήτηση του δολοφόνου[6], με την λεπτομερή διεξαγωγή ερευνών και παρακολούθηση των κινήσεων των «ύποπτων» στρατιωτών και στρατιωτικών, οδήγησαν στην σύλληψή του, λίγες μέρες μετά την τελευταία δολοφονική του επίθεση.
Όταν μαθεύτηκε η είδηση της επίθεσης στην Λαζαρίδου, δύο αξιωματικοί του στρατοπέδου, ο Χρήστος Τριανταφυλλίδης και ο Τάσος Κοσμίδης, ψάχνοντας στα αρχεία ανακάλυψαν ότι εκείνη την νύχτα, ήταν ελάχιστοι άντρες έξω από το στρατόπεδο (λόγω απαγόρευσης εξόδου), και ένας από αυτούς, ο Κυριάκος Παπαχρόνης, είχε αργήσει μάλιστα, να επιστρέψει. Κλήθηκε σε ανάκριση από τον υπεύθυνο του στρατοπέδου, και το γεγονός πως δεν είχε άλλοθι για το συγκεκριμένο βράδυ καθώς και η εμφανής νευρικότητά του, έκαναν τον αξιωματικό να δώσει εντολή να ερευνηθεί το διαμέρισμά του. Από την έρευνα αυτή, ανακαλύφθηκαν τα μαχαίρια του καθώς ο αναπτήρας που είχε κρατήσει ως «αναμνηστικό» από την Αναστασία Αλεξανδρίδου. Έπειτα το λόγο πήρε η Ασφάλεια της Δράμας. Συνέλαβε τον Παπαχρόνη το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου του 1982. Η απόλυτη άρνηση των συμβάντων που αρχικά επέλεξε ως τρόπο άμυνας εναντίον των κατηγοριών, σύντομα κατέρρρευσε. Οι πολλές ανακρίβειες, οι λανθασμένες απαντήσεις του, η σωρεία των αναγνωρίσεων από τα θύματά του, η έλλειψη άλλοθι, αλλά και η κούραση από τις ανακρίσεις, τον οδήγησαν εν τέλει να παραδεχτεί και να αποδεχτεί όλα τα εγκλήματά του και τις κατηγορίες που τον αφορούσαν.
Επίσης ομολόγησε ότι στις 12 Μαρτίου του 1982 είχε τοποθετήσει δύο ωρολογιακές βόμβες στο Ταχυδρομείο και στο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην Ξάνθη, ότι την επόμενη μέρα, 13 Μαρτίου είχε τοποθετήσει άλλε δύο βόμβες σε ένα κατάστημα και στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πίστεως στην Καβάλα, ότι στις 16 Ιουνίου 1982 είχε τοποθετήσει ακόμα μια βόμβα στην πόρτα του στρατοπέδου του στη Δράμα, και ότι είχε προκαλέσει μικρό εμπρησμό στο αεροδρόμιο της Καβάλας.[7]
Η δίκη
Η δίκη του Παπαχρόνη πραγματοποιήθηκε από τις 14 ως τις 18 Ιουνίου του 1983 στο κτίριο του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης υπό την δικαιοδοσία όμως του Διαρκούς Στρατοδικείου Καβάλας.
Η δίκη όπως ήταν αναμενόμενο έτυχε μεγάλης προβολής κυρίως από τις εφημερίδες αλλά και την τηλεόραση, με όλους σχεδόν τους γνωστούς δημοσιογράφους της εποχής, να ασχολούνται και να σχολιάζουν τα τεκταινόμενα καθημερινά. Η εμφάνιση, ωστόσο του Παπαχρόνη στο δικαστήριο προκάλεσε τα περισσότερα σχόλια – κυρίως αρνητικά αλλά και θετικά – αφού διακρινόταν από μεγάλο «θεατρινισμό» Προσπαθούσε να δικαιολογήσει τις πράξεις του, αναφερόμενος συνεχώς στον ανδρισμό του, στο θάρρος του, στη φυσική του ρώμη και καλή εμφάνιση, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να απορρίψει την υπερασπιστική γραμμή των δικηγόρων του, λέγοντας ότι…«δεν έχτιζα τόσα χρόνια αυτό το κορμί για να το καταστρέψοουν οι ψυχίατροι». [8]. Η επιθετικότητα και η βίαιη συμπεριφορά του, με δηλώσεις στους δημοσιογράφους ότι θα αποδράσει και θα σφάξει πολύ κόσμο’, ανάγκασαν την Αστυνομία να διαθέσει 300 αστυνομικούς για την φύλαξή του τις 4 μέρες που κράτησε η δίκη.
Ο Παπαχρόνης κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως, απόπειρες ανθρωποκτονίας κατά συρροή και παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία κατ’ εξακολούθηση.
Κατέθεσαν συνολικά 40 μάρτυρες καθώς και 4 διαφορετικοί ψυχίατροι που τον είχαν εξετάσεις κατά την διάρκεια της προφυλάκισης. Οι ψυχίατροι αποφάνθησαν ότι ήταν ψυχικά και πνευματικά υγιής – το δικαστήριο δεν παραδέχτηκε κανένα ελαφρυντικό που πρόβαλαν οι δικηγόροι του ως υπερασπιστική γραμμή (ούτε το ακαταλόγιστο των πράξεων, ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε το νεαρό της ηλικίας, ούτε του βρασμού ψυχής) αι τον καταδίκασαν «δις εις θάνατον», με ποινή 20 χρόνια κάθειρξη.
Ένα χρόνο περίπου μετά, τον Ιούλιο του 1984, το Αναθεωρητικό δικαστήριο Θεσσαλονίκης, στην δίκη σε δεύτερο βαθμό του επέβαλλε και πάλι τις ίδιες ποινές: τον καταδίκασε «δις εις θάνατον» για τις δυο ανθρωποκτονίες, κάθειρξη 27 ετών για εφτά απόπειρες ανθρωποκτονιών και 8 απόπειρες βιασμού, φυλάκιση 2 ετών για 9 κατηγορίες οπλοχρησίας και 10ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Η φυλάκιση
Η ποινή του ξεκίνησε να μετράται από τις 13 Δεκεμβρίου του 1982, αμέσως μετά την σύλληψή του και την προφυλάκισή του στις φυλακές της Κέρκυρας. Αποδείχτηκε δύσκολος κρατούμενος, όντας επιθετικός, και οργισμένος, με βίαιη συμπεριφορά συμμετέχοντας σε όλες τις μικρο-εξεγέρσεις της φυλακής και χτυπώντας συγκρατούμενούς του. Μετά τη δίκη του κρατήθηκε για λίγο διάστημα στις Στρατιωτικές φυλακές της Θεσσαλονίκης όπου και εκεί έκανε φασαρίες, μάλιστα σε μια κρίση οργής που κράτησε 4 ώρες κατέστρεψε ολοσχερώς το κελί του.
Το 2000 όταν δικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης και για τα αδικήματα που είχε διαπράξει τα χρόνια της φυλάκισής του, του επιβλήθηκε: δις η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, και ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης 23 ετών και 9 μηνών για τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και κατά συρροή, απόπειρες ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και κατά συρροή, επικίνδυνης σωματικής βλάβης, απόπειρας βιασμού κατά συρροή, κλοπής, παράνομης οπλοφορίας κατ’ εξακολούθηση, οπλοχρησίας κατ’ εξακολούθηση, κλοπής πραγμάτων που ανήκουν στο κράτος κατ’ εξακολούθηση, παράνομης κατοχής όπλων, εκρήξεως εκ προθέσεως και κατά συρροή, απόπειρα εκρήξεως και εμπρησμού με πρόθεση από τον οποίο θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος ανθρώπου κατά συναυτουργία, με κοινό δόλο.
Συν τω χρόνω, αποδεχόμενος την κατάσταση άρχισε να ηρεμεί. Μάλιστα, μετά την μόνιμη εγκατάστασή του στις φυλακές της Λάρισας, διάβαζε βιβλία, ζωγράφιζε και περνούσε χρόνο στην εκκλησία της φυλακής. Μάλιστα, έψελνε κατά τις λειτουργίες και διάβαζε πολλά βιβλία θεολογίας και ψυχολογίας.
Πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, είναι η αλληλογραφία που διατηρούσε ο Παπαχρόνης κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του. Με το προφίλ του ωραίου και γενναίου αξιωματικού του στρατού, του δράκου με το αγγελικό χαμόγελο όπως τον ονόμασαν οι δημοσιογράφοι της εποχής, σαγήνευσε μια ορισμένη κατηγορία γυναικών («serial killers groupies», όπως τις ονομάζουν οι Αμερικανοί) που του έστελναν ερωτικά γράμματα και του υπόσχονταν αιώνια αγάπη.
Αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους (εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα της πόλης που διαμένει κάθε 15 ημέρες – απαγόρευση διαμονής στην Ξάνθη, την Δράμα και την Θεσσαλονίκη), στις 8 Δεκεμβρίου του 2004, σε ηλικία 44 χρονών ύστερα από 22 χρόνια κάθειρξης. Στην γραπτή δήλωση που διένειμε στους δημοσιογράφους έγραφε:
«Πριν 22 χρόνια, παρασυρόμενος από την ακρισία της ηλικίας και κυρίως από τις φαυλεπήβολες συναναστροφές μου, πουλήσαμε όλοι μας τις ψυχές μας στον Εωσφόρο -όπως ο Φάουστ- κι εγώ προσωπικά έχασα, λαμβάνοντας εξοντωτική ένδικη μισθαποδοσία. Ζητώ από τη θεσπίζουσα πολιτεία από την κοινή γνώμη συγγνώμη από «μέσης ψυχής» για εκείνα τα απεχθή φορτία των ανομιών μου και υπόσχομαι στο εφεξής να διαβιώ «εν αγνεία και σεμνή πολιτεία…» και φυσικά «άμεμπτος εν παντί…»! Hasta la vista, εν ευθέτω χρόνω»
Ψυχολογικό προφίλ
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αιτία της συμπεριφοράς του, βρίσκεται στην πρώτη επίσκεψη που έκανε, στην εφηβική ηλικία, σε οίκο ανοχής. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι σε ηλικία 13 χρονών και ενώ είχε πάει να επισκεφτεί πρώτη φορά, μιαν ιερόδουλη σε ένα πορνείο στην Ξάνθη, η απόρριψη και η ειρωνεία που βίωσε από την πόρνη, όταν δεν μπόρεσε να εκτελέσει την σεξουαλική πράξη, γέννησε και θέριεψε το μίσος του για τις γυναίκες. Και η δεύτερη προσπάθεια – πάλι με ιερόδουλο- ήταν το ίδιο αποτυχημένη. Αυτή μάλιστα η ιερόδουλος τον ειρωνεύτηκε μπροστά στους φίλους του, πράγμα που στάθηκε καίριο πλήγμα στον αυτοσεβασμό του. Ο Παπαχρόνης, κλείστηκε στον εαυτό του, ψυχαγωγούμενος με πορνοταινίες, και όταν προσπάθησε ύστερα από κάμποσα χρόνια, να συνευρεθεί σεξουαλικά με ιερόδουλο, η αποτυχία (μοιραία πια), ήρθε και πάλι. Ο Παπαχρόνης αναφέρει επίσης, ότι η επίσκεψη στην ιερόδουλο Γραμμένη Θεοχαρίδου, και η απαξιωτική συμπεριφορά της, ήταν αυτό που ξύπνησε μέσα του τις μνήμες και το μίσος του για τις γυναίκες, και προκάλεσε την εκδικητική μανία του.
Οι ψυχίατροι που τον εξέτασαν κάνουν λόγο για αλγολαγνεία, μια μαζοχιστική ανάγκη να ταλαιπωρεί και να βασανίζει το σώμα του, προκειμένου να το φτάσει στα όρια της αντοχής του αφού για τον Παπαχρόνη η σωματική ρώμη ήταν η μόνη απόδειξη του ανδρισμού του.
Η ναρκισσιστική δομή της προσωπικότητάς του από την άλλη, δημιουργεί ένα πλήθος άλλων χαρακτηριστικών όπως το έντονο άγχος, την κοινωνική ωριμότητα, τη δυσπιστία και τον ατομικισμό. Η ανάγκη του για κυριαρχία, και η ανικανότητά του να διαχειριστεί την απόρριψη, τον οδήγησαν σε ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις.
Πηγή: Βικιπαιδεία