Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήρθε στην εξουσία απλώς ως μια διαφορετική πολιτική πρόταση, στο πλαίσιο μιας κλασικής κοινοβουλευτικής εναλλαγής κομμάτων εξουσίας.
Εκπροσώπησε ένα συνολικότερο αίτημα ρήξης με πρακτικές και νοοτροπίες που είχαν οδηγήσει στη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση της μεταπολεμικής περιόδου και στα μνημόνια.
Οι άνθρωποι που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ δεν το έκαναν γιατί ενστερνίζονταν τις λεπτομέρειες της πολιτικής και ιδεολογικής τοποθέτησής του, όσο γιατί δεν επιθυμούσαν να κυβερνούν πια τη χώρα κόμματα βαθιά διαβρωμένα από μια καθεστωτική λογική.
Δεν ήθελαν τα κόμματα που άλλα έλεγαν προεκλογικά και άλλα έλεγαν μετεκλογικά. Που άλλη εικόνα εμφάνιζαν δημόσια και άλλα συζητούσαν στους διαδρόμους της εξουσίας. Που κήρυσσαν την εντιμότητα την ώρα που συναλλάσσονταν με επιχειρηματίες. Που υπεραμύνονταν της αξιοκρατίας αλλά απλώς βόλευαν ημετέρους.
Πάνω από όλα δεν ήθελαν άλλο τα κόμματα που ποτέ δεν αναλάμβαναν ευθύνη και ποτέ δεν λογοδοτούσαν.
Δεν περίμεναν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε κάποια επανάσταση. Περίμεναν, όμως, ότι θα ασκούσε την εξουσία με έναν διαφορετικό τρόπο.
Γι’ αυτό το λόγο και αποδέχτηκαν ακόμη και την παλινωδία του καλοκαιριού του 2015. Εκεί που τα παραδοσιακά κόμματα θα έλεγαν «πετύχαμε το καλύτερο», ο Αλέξης Τσίπρας βγήκε και είπε «είναι μια ήττα, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, διαλέξτε ποια κόμματα και με ποιο ήθος θέλετε να διαχειριστούν αυτή την πολιτική».
Οι εκλογές του 2015
Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Το Σεπτέμβριο του 2015 οι ψηφοφόροι δεν διάλεξαν πολιτικό πρόγραμμα. Αυτό είχε ήδη ψηφιστεί με το Τρίτο Μνημόνιο, πριν από τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών.
Οι ψηφοφόροι σε εκείνες τις εκλογές διάλεξαν ήθος και ύφος διακυβέρνησης.
Και σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ ως προς αυτό κρίνεται, όχι ως προς το εάν ανέτρεψε τα μνημόνια ή εάν έβγαλε τη χώρα από μια επιτήρηση που ούτως ή άλλως γίνεται ευρωπαϊκός κανόνας.
Όμως, αποδείχτηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά επέλεξε το δρόμο των καθεστωτικών πρακτικών, το δρόμο της μίμησης των πρακτικών των άλλων κομμάτων.
Αν εξαιρέσουμε τη μάχη του προσφυγικού την πρώτη χρονιά όπου δοκίμασε να στηριχτεί και στην πρωτοβουλία και την αλληλεγγύη των πολιτών, στη συνέχεια δεν έκανε κάτι διαφορετικό.
Οι υπουργοί κατά βάση εφάρμοζαν τις μνημονιακές δεσμεύσεις αλλά προσπαθούσαν μετά «επικοινωνιακά» να τις παρουσιάσουν ως κοινωνικά δίκαιες.
Ζητήματα που –δυστυχώς– οι «θεσμοί» τα είχαν θέση εκτός συζήτησης επανέρχονταν διαρκώς ως δήθεν εφικτά μέτρα, με ζήλο ανάλογο πολιτευτών παλαιότερων εποχών, τελευταίο παράδειγμα η προσπάθεια υπουργών και βουλευτών να πείσουν ότι δεν θα μειωθούν οι συντάξεις.
Αντί για τη σεμνότητα άρχισε σταδιακά να διαμορφώνεται ένας ιδιότυπος στρατός «μετακλητών» με κριτήρια τις εσωκομματικές ισορροπίες και το βόλεμα ανθρώπων παρά την προσπάθεια να λειτουργήσει καλύτερα η κρατική μηχανή.
Οι επιλογές σε θέσεις ευθύνης γίνονταν κατά βάση με κριτήρια κομματικά (και μάλιστα με μια περίπλοκη… εξίσωση ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και συνεργαζόμενες δυνάμεις).
Η απεύθυνση στην κοινωνία σταμάτησε να γίνεται με όρους ειλικρίνειας και παράθεσης των πραγματικών δεδομένων, αλλά με όρους «επικοινωνίας» μέσω φίλιων ΜΜΕ.
Όλοι ίδιοι είμαστε
Η καταπολέμηση της διαφθοράς μετατράπηκε σε επιλεκτική χρήση προηγούμενων –υπαρκτών– σκανδάλων ως εργαλείο διαμόρφωσης πολιτικών συσχετισμών, την ώρα που επιδιωκόταν η διαμόρφωση προνομιακών σχέσεων σε συγκεκριμένους επιχειρηματίες.
Πάνω από όλα κυριάρχησε ο πυρήνας μιας καθεστωτικής λογικής που σήμαινε ότι ολοένα και περισσότερο η διακυβέρνηση αντιμετωπιζόταν ως εργαλείο προβολής, επανεκλογής, διαμόρφωσης συσχετισμών και λιγότερο ως πραγματική ευθύνη έναντι της κοινωνίας.
Στη διαχείριση των πυρκαγιών όλα αυτά συμπυκνώθηκαν.
Από την απροθυμία να ανοίξει έγκαιρα και με όρους πρόληψης το ζήτημα της αυθαίρετης δόμησης ώστε όντως αρκετά από τα 3500 αυθαίρετα που τώρα θα ξεκινήσει να κατεδαφίσει η κυβέρνηση, να είχαν κατεδαφιστεί πριν από την τραγωδία, μέχρι την έλλειψη πραγματικού άγχους για την ετοιμότητα, τα σχέδια εκκένωσης, τις επιχειρησιακές τακτικές, τα παραδείγματα είναι πολλά.
Δεν είναι μόνο ότι την ώρα της τραγωδίας έλειψε εκείνη η ειλικρινής και γενναία ανάληψη ευθύνης (που θα συσπείρωνε και την κοινωνία) που κάνει τη διαφορά, αλλά ότι φτάσαμε στην τραγωδία εν μέρει και εξαιτίας της καθεστωτικής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ (χωρίς προφανώς αυτό να μειώνει τις ευθύνες των προηγούμενων κυβερνήσεων). Η παραίτηση Τόσκα, όπως έγινε, δηλαδή με 11 μέρες καθυστέρηση και χωρίς ούτε μια συγγνώμη, απλά επιβεβαίωσε αυτό που όλοι έχουν αντιληφθεί. Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε καθεστώς, έγινε αυτό που κατήγγειλε: Μέρος του σαθρού πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης.
Η δυσανεξία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στην κριτική τις τελευταίες μέρες ίσως να είναι και η αντίδρασή τους σε αυτή τη συνειδητοποίηση.