Το μπικίνι, «μαγιό δύο τεμαχίων» και προκλητικά μικρής έκτασης, έκανε την εμφάνισή του στις 5 Ιουλίου 1946, χάρη στον Λουί Ρεάρ, έναν Γάλλο μηχανικό αυτοκινήτων. Εκείνη την ημέρα, το μίνι ένδυμα για την παραλία παρουσιάστηκε από τη Μισελίν Μπερναντινί, χορεύτρια του Καζίνο, στο Παρίσι, με την ίδια να κρατάει ένα σπιρτόκουτο στα χέρια της, για να δείξει σε πόσο μικρό μέγεθος μπορούσε να χωρέσει το καινούργιο ένδυμα – πόσο ελάχιστο ήταν. Τέσσερις ημέρες νωρίτερα, ο αμερικανικός στρατός είχε ρίξει την τρίτη ατομική βόμβα σε μια από τις Νήσους Μάρσαλ, στην κοραλλιογενή ατόλη Μπικίνι. Φοβούμενος ότι αυτή η παγκόσμια είδηση θα επισκίαζε την προσωπική του δημιουργία, ο Ρεάρ έδωσε στο μικροσκοπικό του μαγιό την ονομασία της ατόλης.
Πώς υποδέχθηκε όμως η Ελλάδα το μπικίνι; Πώς το αντιμετώπισαν η Αριστερά και η Δεξιά, πώς το σχολίασε ο Τύπος και τι θέση βρήκε στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία σε μιαν εποχή που τα οργισμένα νιάτα χόρευαν αλλά και διαδήλωναν, σε ένα κράτος που υπερηφανευόταν πως ήταν ο ιερός εκπρόσωπος της εθνικοφροσύνης ή σε μια κοινωνία που έτρεχε πίσω από τον τουρισμό και τη βελτίωση των δεικτών οικονομικής ανάπτυξης; Το βιβλίο του Ηλία Καφάογλου «Η δημοκρατία στην παραλία. Μικρό δοκίμιο για το μπικίνι» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόρτες με επίμετρο της Έφης Φαλίδα) διαθέτει χορταστικές απαντήσεις για όλα αυτά, ανοίγοντας το πεδίο για μια ιστορική και κοινωνιολογική έρευνα η οποία παραμένει εν πολλοίς ζητούμενο, τόσο για τα δικά μας όσο και για τα διεθνή δεδομένα.
«Είναι ένα ύφασμα με έκταση 200 τετραγωνικά εκατοστά, που εμφανίζεται εν Ελλάδι μαζί με το ροκ», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ηλ. Καφάογλου, που πριν από μερικά χρόνια δημοσίευσε μια σημαντική μελέτη για την ιστορία του αυτοκινήτου (« Ελληνική αυτοκίνηση 1900-1940. Άνθρωποι, δρόμοι, οχήματα, αγώνες», εκδόσεις «ύψιλον/βιβλία», 2013). «Είναι η περίοδος κατά την οποία οι άνθρωποι γίνονται υποκείμενα της ιστορίας τους (βρισκόμαστε αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), διεκδικώντας τα δικαιώματά τους στην κουλτούρα, τα ταξίδια και τον ρουχισμό. Στη δεκαετία του 1950 το μπικίνι θα σημαδέψει με εμβληματικό τρόπο την απόφαση των γυναικών να διαθέσουν όπως θέλουν το σώμα τους».
Το μπικίνι θα κάνει τη μόδα να τρέξει με τρελούς ρυθμούς, ξεπερνώντας ακόμα και τη μίνι φούστα, ενώ θα τροφοδοτήσει (και θα νομιμοποιήσει) ποικίλες ανδρικές φαντασιώσεις. Ο Καφάογλου ξεδιπλώνει την ιστορία της υποδοχής του στην Ελλάδα και τον δυτικό κόσμο, διερευνώντας εις βάθος το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου θα καθιερωθεί: τα καταναλωτικά αλλά και σεξουαλικά ή ερωτικά πρότυπα, τα κινήματα νεολαίας ή τις πολιτικές και ιδεολογικές τάσεις των μεταπολεμικών δεκαετιών. Στις σελίδες του βιβλίου ζωντανεύει παράλληλα ο καθημερινός κόσμος του θεάματος, της αγοράς των εμπορικών προϊόντων και του τουρισμού μέσα κυρίως από τα δημοσιεύματα εφημερίδων, περιοδικών και λαϊκών αναγνωσμάτων. Το μικροσκοπικό μαγιό (ξεκινώντας από το 1946 και φτάνοντας μέχρι τη δεκαετία του 1970) έρχεται, έτσι κι αλλιώς, να μεταμορφώσει τα πάντα. «Το μπικίνι είναι μια σημαία ταυτότητας, γι’ αυτό και οι φεμινίστριες θα φροντίσουν αργότερα να απαλλαγούν από το πάνω μέρος του μαγιό», σχολιάζει ο Ηλ. Καφάογλου: «Είναι, όμως, εκ παραλλήλου και το μετέωρο βήμα του ελληνικού μοντερνισμού. Η αστική και η μεγαλοαστική τάξη αποδέχεται και υποστηρίζει το μπικίνι, προσπαθώντας να προλάβει το πνεύμα του εκσυγχρονισμού (καθιέρωση των ακτών παραθερισμού, πληθωρική παρουσία του διεθνούς τζετ σετ στη Μύκονο). Η Αριστερά δεν το καταγγέλλει ακριβώς, αλλά κάνει λόγο για απρέπειες στις παραλίες. Το ελληνορθόδοξο στρατόπεδο πάλι εκφράζει τον αποτροπιασμό του επικαλούμενο τα χρηστά ήθη. Τα χρηστά ήθη τα επικαλείται και η δικτατορία, που πάντως αισθάνεται πως δεν πρέπει να χάσει την έφοδο του τουρισμού, ακόμα κι αν είναι να φέρει μαζί της γυμνές Σουηδέζες. Επί δικτατορίας, εντούτοις, το μπικίνι παραμένει ένα επαναστατικό ένδυμα, όπως και το μπλου τζιν».
Θεμελιώνοντας τη δημοκρατία της παραλίας, το μπικίνι δεν θα πάψει να είναι έκκεντρο και διαφορετικό. Μελετώντας, παρόλα αυτά, την ιστορία του, ιστορία στην οποία διασταυρώνονται πολλοί δρόμοι, μπορούμε να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας από μιαν οπτική που μπορεί να αναδείξει πλήθος αναπάντεχες διαστάσεις.