Τις τραγικές σκηνές που έζησε στο Μάτι ξεγελώντας τον θάνατο για χάρη του 87χρονου πατέρα του αλλά και της γάτας του, που έτρεξε να σώσει περιγράφει ο Κωνσταντίνος Γκίκας.
Στην προσπάθειά του να προστατέψει το κατοικίδιό του, ο δυνατός αέρας έκλεισε την πόρτα του σπιτιού και εκείνος βρέθηκε αντιμέτωπος με τις φλόγες και το θερμικό κύμα να περνά κυριολεκτικά από πάνω του.
«Βρισκόμουν στην Αθήνα, στην εργασία μου, όταν λίγο μετά τις 5 το απόγευμα, αν θυμάμαι καλά, μου τηλεφώνησε η σύζυγός μου και μου είπε ότι έχει πιάσει φωτιά στην περιοχή. Της απάντησα ότι το άκουσα στο ραδιόφωνο, η φωτιά ήταν στην Καλλιτεχνούπολη. Της είπα να ετοιμάσει τα παιδιά για παν ενδεχόμενο και ότι θα ανέβαινα κι εγώ στο σπίτι. Προσπαθώντας να φτάσω στο σπίτι μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα, άκουγα ότι η φωτιά είχε πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Τηλεφώνησα ξανά στη σύζυγό μου λέγοντάς της να πάρει τα παιδιά με το αυτοκίνητο και να φύγουν από το σπίτι. Εκείνη έφυγε, αλλά φτάνοντας στη Μαραθώνος, όπως μου είπε, ένας αστυνομικός την προέτρεψε να πάει στο Μάτι. Ευτυχώς η σύζυγός μου δεν τον άκουσε και μετά από έναν έντονο διάλογο μαζί του έφυγε προς Ζούμπερι και Νέα Μάκρη».
Όταν κατάφερε να φτάσει εκεί – αναφέρει στο «ΘΕΜΑ» – η κατάσταση ήταν τραγική. «Είχα ηρεμήσει λίγο αφού η σύζυγός μου και τα παιδιά μου ήταν καλά, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω τον πατέρα μου και τον φίλο του παγιδευμένους στον κίνδυνο. Έφτασα στο σπίτι και τους κατέβασα στο γκαράζ. Ασυναίσθητα πήγα από την πίσω πλευρά του σπιτιού και σήκωσα το κινητό για να τραβήξω τη φωτιά. Μέχρι να πάω να μαζέψω τον σκύλο και τη γάτα, οι φλόγες είχαν φτάσει πολύ κοντά. Είδα ένα πυροσβεστικό, φώναξα «παιδιά, ελάτε να ρίξετε νερό!», και η απάντηση που έλαβα ήταν: “Φίλε, με τέτοιον αέρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Σήκω και φύγε. Δεν γλιτώνουμε, θα καούμε ζωντανοί».
Επαιρνε βίντεο
Εκείνη τη στιγμή, ασυναίσθητα πάλι, σήκωσα το κινητό μου και άρχισα να μαγνητοσκοπώ τη φωτιά. Ο άνεμος ήταν πολύ ισχυρός, η φωτιά έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, oι πρώτες φλόγες έφτασαν στην εξωτερική αυλή του σπιτιού. Κρατώντας τα κλειδιά στο χέρι προσπάθησα να βρω το σωστό για να ανοίξω την πόρτα και να μπω μέσα.
Τότε διαπίστωσα ότι κρατούσα τα κλειδιά που ανοίγουν την πόρτα από την πλευρά του γκαράζ και άρχισα να πηγαίνω προς τα εκεί. Κατέβηκα κάποια σκαλάκια προς την πόρτα του γκαράζ και προσπαθώντας να σώσω μια γατούλα, βλέπω τις φλόγες να είναι 30 μέτρα ύψος και το θερμικό κύμα να μου καίει σιγά-σιγά το πρόσωπο. Προσπάθησα να διαφύγω από την πίσω πλευρά, αλλά οι φλόγες έρχονταν κι από εκεί. Είχα κολλήσει στον τοίχο, ένιωθα τη φωτιά να με καίει στην πλάτη, είδα μπροστά μου έναν κουβά με νερό που είχα για τις γάτες, τον έριξα επάνω μου και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου άρχισα να καίγομαι ξανά.
Χτυπούσα με τα πόδια μου την πόρτα του γκαράζ, κατάφερα να τηλεφωνήσω στον πατέρα μου για να με βοηθήσει να βγω. Πίστευα ότι θα πεθάνω, τις στιγμές εκείνες σκεφτόμουν την οικογένειά μου. Όταν τελικά μπήκα στο σπίτι, συνειδητοποίησα πως σώθηκα από θαύμα».