Ανησυχητικές διαστάσεις προσλαμβάνει ο ιός του Δυτικού Νείλου καθώς νέοι θάνατοι προστέθηκαν τις τελευταίες ημέρες.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εβδομαδιαία επιδημιολογική έκθεση του Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), άλλοι δύο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από επιπλοκές που τους προκάλεσε η λοίμωξη του ιού του Δυτικού Νείλου και 17 προστέθηκαν στον κατάλογο με τους ασθενείς που νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία για να αντιμετωπίσουν τη λοίμωξη.
Από το τέλος του περασμένου Μαϊου, που καταγράφηκε το πρώτο κρούσμα στη χώρα μας, έχουν επιβεβαιωθεί 77 κρούσματα με λοίμωξη από τον ιό του Δυτικού Νείλου, εκ των οποίων τα 5 ήταν θανατηφόρα. Τ%α εξήντα δύο (62) παρουσίασαν εκδηλώσεις από το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ, εγκεφαλίτιδα ή/και μηνιγγίτιδα ή/και οξεία χαλαρή
παράλυση) και δεκαπέντε (15) είχαν ήπιες εκδηλώσεις (εμπύρετο νόσημα) (Πίνακας 1). Έχουν καταγραφεί πέντε (5) θάνατοι ασθενών με λοίμωξη από τον ιό και εκδηλώσεις από το ΚΝΣ (ηλικίας >70 ετών).
Ενδεικτικό του φορτίου που συνεπάγεται για τον πληθυσμό αλλά και το σύστημα υγείας η κυκλοφορία του συγκεκριμένου ιού είναι πως σήμερα 22 άνθρωποι προσβεβλημένοι από τον ιό και έχοντας εμφανίσει τη λοίμωξη, νοσηλεύονται σε νοσοκομεία της χώρας, με τους τους επτά να βρίσκονται, σε σοβαρή κατάσταση, σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ).
Οι βασικές εστίες του ιού βρίσκονται στην Αττική. Από τα 77 κρούσματα που έχουν καταγραφεί στη χώρα, τα 31 είναι στην Αττική.
Ο ιός του Δυτικού Νείλου μεταδίδεται κυρίως μέσω του τσιμπήματος μολυσμένων «κοινών» κουνουπιών. Η βασική δεξαμενή του ιού στη φύση είναι κυρίως τα άγρια πτηνά, από όπου μολύνονται τα κουνούπια, ενώ οι άνθρωποι δεν μεταδίδουν περαιτέρω τον ιό σε άλλα κουνούπια. Η πλειονότητα των ανθρώπων που μολύνονται με τον ιό είναι ασυμπτωματικοί, περίπου 20% εμφανίζουν ήπια συμπτώματα ιογενούς συνδρομής και λιγότεροι από 1% παρουσιάζουν σοβαρότερες εκδηλώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα, κυρίως εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα, οξεία χαλαρή παράλυση. Οι πιο σοβαρές εκδηλώσεις εμφανίζονται συνήθως σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς και γενικά άτομα με χρόνια υποκείμενα νοσήματα.