Το «Λίκνο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Οι συμβολισμοί της “Σκεπτόμενης Αθηνάς”» είναι περισσότερο ένα δοκίμιο, μια εκτενής meditation, ένας αναστοχασμός πάνω στην προέλευση και την ταυτότητα του δυτικού πολιτισμού. Το πόνημα του Προέδρου της Δημοκρατίας, το οποίο ξεκίνησε ως ομιλία κατά την έναρξη των εργασιών τού Athens Democracy Forum στις 13 Σεπτεμβρίου 2017, περιέχει και αγγλική και γαλλική μετάφραση. Ανήκει, για να αναφερθώ μόνο στον αγγλόφωνο επιστημονικό χώρο, στην ίδια χορεία μελετών με το βιβλίο Hellenism and the modern world (Λονδίνο, 1953) του Gilbert Murray, καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στην Οξφόρδη (1908-36). Το μικρό αυτό βιβλίο βασίστηκε επίσης σε ομιλίες τού συγγραφέα στη Radio-Diffusion Française και στο ΒΒC το 1952-3. Εκδόθηκε σε μια ιστορική στιγμή, όταν πολλοί Ευρωπαίοι διαισθάνονταν ότι έφθινε η επίδραση της τραυματισμένης μεταπολεμικής ηπείρου στην υφήλιο, ενώ αντιμετώπιζαν ανήσυχοι τη σύγκρουση ανάμεσα στον δυτικό πολιτισμό και τον βαρβαρισμό. «Διαθέτουμε έναν σπουδαίο πολιτισμό, τον οποίο μπορεί να απολέσουμε ή να διασώσουμε» («We have a great civilization to lose or save») υπενθύμισε ο Murray.
Δεν είναι τυχαίο ότι, σε ανάλογες συγκυρίες, πολλοί αναλογίζονται μεγαλοφώνως «ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, κατά βάση ελληνικού και χριστιανικού, τον οποίο υπερασπιστήκαμε ή καλούμαστε να υπερασπιστούμε». Παρά την ένσταση του Τερτουλιανού, του λατίνου πατέρα της Εκκλησίας στο τέλος του 2ου αιώνα, «τι σχέση έχει η Αθήνα με την Ιερουσαλήμ;», οι ειδικοί εξακολουθούν ώς σήμερα να αναλύουν την ταυτότητα της Δύσης, ανατρέχοντας στις συντεταγμένες Αθήνα – Ρώμη – Ιεροσόλυμα. Ισως ο Paul Valéry δεν επισήμανε πρώτος την τρισυπόστατη καταγωγή της Ευρώπης το 1919. Η θέση του όμως, την οποία επικαλείται ο ΠτΔ και η οποία επικρατεί ακόμη στην Ευρώπη, είναι το πορφυρό νήμα του παρόντος βιβλίου.
Η αφετηρία, εξ ης και ο υπότιτλος του βιβλίου, είναι η «Σκεπτόμενη Αθηνά», μια ανάγλυφη αναθηματική στήλη σε παριανό μάρμαρο, χρονολογούμενη περί το 460 π.Χ., η οποία βρίσκεται στο Μουσείο Ακρόπολης. Η θεά στέκεται μπροστά σε μια στήλη. Η εσωτερική αυτή στήλη αναφέρεται στην εξωτερική περικλείουσα στήλη, αναδιπλασιάζοντας αυτοσυνείδητα την εικόνα. Η Αθηνά σκέφτεται μελαγχολικά, σαν να ανακαλεί στη μνήμη τους πεσόντες στον Μαραθώνα ή στις Πλαταιές. Πρόκειται για την κατεξοχήν εγκεφαλική θεότητα, γεννημένη από το κρανίο του Δία. Είναι,  επομένως, ένα πρώτης τάξεως σύμβολο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ο οποίος αναπτύχθηκε μέσα από ρηξικέλευθες νοοτροπίες και ιδέες τις οποίες ανασκοπεί ο συγγραφέας.
Ο Προκόπης Παυλόπουλος μνημονεύει τη σκηνή από τους Πέρσες του Αισχύλου, στην οποία η βασιλομήτωρ της Περσίας Ατοσσα ρωτά τον Χορό – υποθέτω με περίφοβη περιφρόνηση – «Πού βρίσκεται η Αθήνα;» (στ. 231). «Μακριά, προς τη μεριά που γέρνει και δύει ο βασιλιάς Ηλιος» (στ. 232) απαντά ο Χορός. Η τυπική αυτή αισχύλειος περίφραση είναι, σημειώνει ο συγγραφέας (σελ. 18), «γενέθλια αναφορά στη Δύση»: η φαντασιώδης χαρτογραφία της Δύσης και της Ανατολής εγκαινιάζεται στους Πέρσες. Η Εσπερία είναι πραγματικά το λίκνο του πρωτότυπου πολιτισμού της ελευθερίας. Προτού απομακρυνθεί ο συγγραφέας από τον απόηχο της ναυμαχίας της Σαλαμίνας στους Πέρσες, συγκινεί παρατηρώντας ότι (σελ. 20): «…το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης που χάραξαν οι Αρχαίοι Ελληνες έναντι των Μήδων εξακολουθεί να ισχύει, η δε Ανατολή έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει, αν φυσικά το θέλει, για να συναντήσει την “ψυχή” της Δύσης». Πρόκειται για ένα μήνυμα προς δεσποτικά καθεστώτα στην Ανατολή και επέκεινα.
Οι ίωνες στοχαστές τού 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ. κατέλιπαν μια «ριζοσπαστική, δημιουργική παρακαταθήκη». Αναζητώντας τις απαρχές και τη σύνθεση του Σύμπαντος, του κόσμου, έθεσαν σε δεύτερη μοίρα τους θεούς, χωρίς όμως να τους εξοβελίσουν. Γι’ αυτό και οι προσωκρατικοί αυτοί διανοούμενοι εισήγαγαν την «απομάγευση» (σελ. 29-30). Δηλαδή, η συστηματική εξήγηση αφαίρεσε την αχλύ του μυστηρίου, η οποία περιέβαλλε το Σύμπαν. Η διανοητική ανοιχτοσύνη και η φιλοπεριέργεια είναι, ίσως, το μεγαλύτερο και διαρκέστερο επίτευγμα των Ελλήνων.
Συχνά λησμονούμε τη συμβολή της Ρώμης στη δικονομική και ερμηνευτική παράδοση του δικαίου στη Δύση. Η σοβινιστική διατύπωση του Κικέρωνα στον διάλογο de Oratore (1.105) περιέχει κάποια δόση αλήθειας: «Εκεί που είναι ανυπέρβλητοι οι Ρωμαίοι είναι το δίκαιο. Μπροστά στο δικό μας δίκαιο, οι κώδικες των φημισμένων ελλήνων νομοθετών είναι παιδαριώδεις». Μία από τις πλέον ουσιαστικές ρωμαϊκές έννοιες παραμένει σήμερα η res publica, η πολιτεία ως υπερκειμένη του κοινωνικού συνόλου, όπως σημειώνει ο συγγραφέας. Η res publica, όπως άλλωστε το κοιν συμφέρον κατά τον Αριστοτέλη, προοικονόμησε το κράτος δικαίου. Ο ΠτΔ, διακεκριμένος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, αναλύει αυτήν και άλλες συμβολές του ρωμαϊκού δικαίου.
Από τη Ρώμη ο Πρόεδρος ταξιδεύει στην Ιερουσαλήμ, την τρίτη πρωτεύουσα του δυτικού πολιτισμού. Η ανάλυση αναδεικνύει εναργώς και ευθαρσώς τον χριστιανισμό, ορθότερα τον ιουδαιοχριστιανισμό, ως αντηρίδα του πολιτισμού μας. Στον εκκοσμικευμένο 21ο αιώνα είναι εύκολο να ξεχάσουμε ή να υποβαθμίσουμε τις χριστιανικές καταβολές της Δύσης. Διαφαίνεται και πάλι η νομική φυσιογνωμία του συγγραφέα στη σελ. 49, όπου πραγματεύεται τον λόγο του Χριστού: «Μη νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι» (Ματθ. 5,17). Στο χωρίο αυτό στηρίχτηκε η θέση των πρώτων χριστιανών διανοητών, όπως ο Ιουστίνος Μάρτυς (2ος αιώνας), ότι ο Χριστός υπερακόντισε και συμπλήρωσε όχι μόνο την τυπoλατρία του μωσαϊκού νόμου, όπως προτείνει ο συγγραφέας (σελ. 49 κ.ε.), αλλά και την αρχαιοελληνική παράδοση της ορθολογικής αναζήτησης.
Στον πρώιμο χριστιανισμό η αριστοτελική κοινωνία, δηλαδή η σύμπραξη των πολιτών στο πολιτισμικό περιβάλλον της πόλης – κράτους, αναβαπτίστηκε σε «κοινωνία προσώπων», όπως παρατηρεί ο συγγραφέας· η δε στωική οικείωση, το έμφυτο συναίσθημα της ταύτισης με τον πλησίον, επενδύθηκε με το νόημα και την αξίωση της φιλαλληλίας και της υπέρτατης αγάπης. Η πραγμάτευση του χριστιανικού πυλώνα της Δύσης ηχεί σαν μήνυμα ελπιδοφόρο. Η χριστιανικής έμπνευσης αρχή της αλληλεγγύης «θεσπίζεται σε όλα τα προοίμια των διαδοχικών Ευρωπαϊκών Συνθηκών» (σελ. 55).
Εχοντας καταστήσει ανάγλυφα τα κύρια διανοητικά και πνευματικά συστατικά του δυτικού πολιτισμού, ο ΠτΔ επιστρέφει (σελ. 61) στη γλυπτή Αθηνά ως σύμβολο της ευρωπαϊκής παιδείας και συνάμα του θάρρους. «Το δε Θάρρος της Αρχαίας Ελλάδας βρίσκει τον κολοφώνα του… στη Σταύρωση». Οταν διάβασα την πρόταση αυτή, θυμήθηκα ότι και ο Σωκράτης (τον οποίο ο Ιουστίνος θεωρούσε προ Χριστού χριστιανό) θα μπορούσε να είχε σταυρωθεί, αντί να πιει το κώνειο. Το κώνειο, ως προϊόν ακριβό, ήταν όργανο θανάτου πολυτελείας, ενώ η σταύρωση κόστιζε πολύ λιγότερο. Σαν τον Χριστό, ο γενναίος αυτός διδάσκαλος δεν κατέγραψε τις θέσεις του για τις οποίες και θανατώθηκε. Ακόμη και αν πολλοί σήμερα στη Δύση δεν είναι συνειδητά χριστιανοί, είναι, πάντως, τρόπον τινά Ελληνες, καθώς ισχύει η σκέψη του André Malraux, με την οποία κλείνει το βιβλίο: «Και μια κρυφή Ελλάδα υπάρχει στην καρδιά όλων των ανθρώπων της Δύσης».

Ο Ιωάννης Πετρόπουλος είναι καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του ΔΠΘ και διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών – Ελλάδος (CHS – GR) του Πανεπιστημίου Harvard. Το κείμενο βασίζεται στην παρουσίαση του βιβλίου του ΠτΔ που πραγματοποιήθηκε στις αρχές Ιουλίου στη Σύρο, στο πλαίσιο του 4ου Διεθνούς Θερινού Πανεπιστημίου «Ελληνική Γλώσσα, Πολιτισμός και ΜΜΕ»

Προκόπης Β. Παυλόπουλος

Στο λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού

Οι συμβολισμοί της «Σκεπτόμενης Αθηνάς»

Εκδ. Gutenberg, 2017, σελ. 166

Τιμή 11 ευρώ