Στο λ της «Οδύσσειας», μια αριστουργηματική πτυχή των επών, ο Οδυσσέας, με προτροπή και καθοδήγηση της Κίρκης, φτάνει στη γη των Κιμμερίων, των νεκρών, μια χώρα πέρα από τον Ωκεανό, για να ρωτήσει τον μάντη Κάλχα που έχει πλέον πεθάνει πότε θα φτάσει στην Ιθάκη. Εχω συχνά αναφερθεί σ’ αυτή τη ραψωδία. Τώρα θα μείνω σε μια πολύ ενδιαφέρουσα άλλη πτυχή της. Ο μάντης αφού προβλέπει πως ο ήρωας θα φτάσει κάποτε στο νησί του και θα εκτελέσει τους μνηστήρες του θρόνου του, θα ξαναφύγει διότι είναι συστατικό της ιδιοσυγκρασίας του το ταξίδι (δες την ιδιοφυΐα του Καβάφη!). Τον συμβουλεύει ο μάντης λοιπόν αυτή τη φορά να ταξιδέψει στη στεριά και ξεκινώντας να πάρει και να κουβαλά στον ώμο του ένα κουπί. Οταν θα προχωρήσει και θα βρεθεί άνθρωπος που δεν έχει δει θάλασσα και θα τον ρωτήσει πού πάει κουβαλώντας το λιχνιστήρι, εργαλείο γεωργικό του θερισμού, εκεί να ξεπεζέψει, προς τα μέρη εκείνα θα είναι η νέα του εμπειρία.
Ιδού, λοιπόν, μια νέα κατηγορία, τόσο πρώιμη και τόσο ιδιοφυής, ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι του κουπιού και οι άνθρωποι του λιχνιστηριού.
Το θέατρο αλλά και η πεζογραφία και πολύ συχνά η ποίηση μάς μιλούν, αναλύουν τον ψυχισμό των δύο αυτών ανθρώπινων καταστάσεων.
Ηδη από τα κείμενα των πυραμίδων, πάνω από τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν από τον Χριστό, διαβάζουμε για τους λαούς της θάλασσας, πάγια απειλή της ακίνητης κοινωνίας των πυραμίδων. Αλλά όχι μόνο απειλή, αφού μέσα στις πυραμίδες υπάρχουν κτερίσματα πολύτιμα των νεκρών φαραώ, κρητικά αγγεία, τα καραμαϊκά, υψηλής τεχνικής και ποικιλμένα.
Στους λαούς της θάλασσας που ως έμποροι όργωναν τα πελάγη της Μεσογείου οφείλουμε το αλφάβητο και τους αριθμούς. Ο Ποσειδών, στο ελληνικό πάνθεο, ήταν αδελφός του Διός και πάλεψε με την Αθηνά για να γίνει προστάτης της Αθήνας, μιας κατεξοχήν ναυτικής δύναμης.
Ακόμη και ο Διόνυσος σε πολλές απεικονίσεις αγγείων ταξιδεύει στη θάλασσα και η συνοδεία του, οι σάτυροι είναι δυστυχείς όταν αιχμάλωτοι φυλακίζονται σε αποκομμένα νησιά μακριά από τα πλοία, το κρασί και τον έρωτα.
Από την άλλη οι κύκλωπες ζουν στα όρη, βόσκουν πρόβατα, πίνουν γάλα και συνήθως είναι μονήρεις και απάνθρωποι. Στο μόνο σωζόμενο σατυρικό δράμα τον «Κύκλωπα» του Ευριπίδη, οι δύο κόσμοι, ο κόσμος και ο ψυχισμός του ταξιδιώτη, του ανθρώπου της περιπέτειας και των ανοιχτών οριζόντων από τη μια και από την άλλη ο δεμένος με τη γη, αταξίδευτος, ακοινώνητος κόσμος του βουνού και του κάμπου, βρίσκονται αντιμέτωποι.
Εκεί αντιπαλεύουν και δύο τρόποι επιβίωσης και δύο μέθοδοι λύσεως των προβλημάτων.
Οι κύκλωπες είναι βίαιοι, απάνθρωποι, μονόχνωτοι και οι Οδυσσείς πανούργοι, εφευρετικοί, πολυπράγμονες, ευέλικτοι.
Συχνά κυκλοφορώντας μέσα στις κερδισμένες στον χρόνο έννοιες λησμονούμε πως η λέξη κυβερνήτης, κυβερνώ είναι τεχνικοί αρχαίοι όροι για την οδήγηση του πλοίου. Ακόμη και σήμερα η πλέον προχωρημένη μέθοδος διαχείρισης των γνώσεων ονομάζεται διεθνώς κυβερνητική και ορίζεται ως πλέον πρόσφορος τρόπος ασφαλούς και συντόμου διαδικασίας προσεγγίσεως και κατακτήσεως ενός στόχου, ενός σκοπού.
Σκοπός κάθε κυβερνήτη πλοίου ήταν να φτάσει στο λιμάνι προορισμού του σε συντομότερο χρόνο από τα ασφαλέστερα περάσματα με όσο το δυνατόν λιγότερο κόστος και την απώλεια λιγότερων είτε μυϊκών δυνάμεων (κωπηλατών) είτε καυσίμων.
Ολα αυτά είναι άγνωστα στον κυκλώπειο άνθρωπο, τον έρμαιο των καιρών, των ανέμων, της βροχής, του καύσωνα. Αυτός βέβαια έμαθε να χτίζει ασφαλή ενδιαιτήματα, οίκους, αποθήκες, φυλάκια, οχυρά, στάβλους, γιατάκια, καταφύγια, τείχη. Ο καθείς και τα όπλα του. Οταν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του αγκυροβολούν στο νησί των Κυκλώπων για να προμηθευτούν νερό και συλλαμβάνονται από τον μονόφθαλμο Κύκλωπα (το αντίθετο του ανοιχτομάτη θαλασσινού!), οι Κύκλωπες γνωρίζουν τα τρωικά και σχολιάζουν αρνητικά την ηλιθιότητα των ανθρώπων να μπλέκονται και να εξοντώνονται σε πολέμους και αλληλοσφαγές. Ο περίκλειστος κόσμος των στεριανών είναι στατικός βέβαια, αλλά ειρηνικός, χωρίς αντιπαλότητες, έριδες και μίση. Αρκεί να μη διαταράξει κανείς τις ισορροπίες του.
Αλλά και ο χρόνος λειτουργεί διαφορετικά στα δύο αυτά στρατόπεδα. Αργός σαν τα βόδια κινείται στη στεριά, νηφάλιος και στις καιρικές μεταβολές υποταγμένος στη νομοτέλεια της φύσης.
Στη θαλάσσια ζωή είναι ανήσυχος ο χρόνος, καχύποπτος, τολμητίας άλλοτε και ευέλικτος, ατίθασος και πανούργος. Οι άνθρωποι της θάλασσας είναι ευέξαπτοι, ανήσυχοι, υποψιασμένοι, φιλύποπτοι και δύσπιστοι. Οι άνθρωποι της στεριάς έχουν και σταθερές από τις οποίες παίρνουν αμπάριζα. Γνωρίζουν περάσματα, χαράσσουν μονοπάτια, ξεχερσώνουν δάση και δημιουργούν μόνιμα και ασφαλή δίκτυα. Αφού ερευνήσουν τις συνθήκες προχωρούν με προσοχή και ψυχραιμία στη διάνοιξη διεξόδων προς περιοχές που εκ των προτέρων έχουν διαβεβαιωθεί ότι θα τους προσκομίσουν οφέλη.
Οι άνθρωποι της θάλασσας ταξιδεύουν προς το άγνωστο, ρισκάρουν, τολμούν και διεισδύουν σε απρόσιτες και ταραχώδεις θαλάσσιες κατευθύνσεις, έρμαιοι στις καιρικές μεταβολές, συνεχώς βελτιώνουν τις μεθόδους και τα μέσα του ταξιδιού. Οι άνθρωποι των βουνών και των πεδιάδων χωρίς να είναι παθητικοί, είναι συνήθως αφελείς, με την πρωτογενή σημασία της λέξης, αγνότεροι, επιφυλακτικοί, ώς τη στιγμή που θα διαπιστώσουν τις καλές προθέσεις του ξένου.
Ευκολότερα κατακτώνται αλλά δυσκολότερα αλλοιώνεται η συνείδησή τους. Υπομένουν και περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία για να εναντιωθούν στο αλλότριο.
Οι άνθρωποι της θάλασσας προσαρμόζονται πιο γρήγορα και με τους Κύκλωπες και με τους Λαιστρυγόνες, και τις Σειρήνες και την Κίρκη και βολεύονται με τη Καλυψώ, της κάνουν παιδιά, αλλά νοσταλγούν και τη συζυγική παστάδα!!
Οι κυκλώπειοι άνθρωποι μετρούν τα πράγματα με τη στερεότητα και το αμετάβλητο των οριζόντων. Οι άνθρωποι της θάλασσας αντιμετωπίζουν συνεχώς τα καπρίτσια των κυμάτων και τις απότομες μεταβολές των φαινομένων.
Αλλά και τα ήθη και οι κανόνες συμπεριφοράς διαφέρουν. Λέμε συνήθως πως οι άνθρωποι της στεριάς είναι συντηρητικοί και της θάλασσας δεκτικοί των μεταβολών, άρα περισσότερο ανεξάρτητοι.
Φοβάμαι πως δεν είναι τόσο εύκολη η ταξινόμηση. Γιατί συχνά ο συντηρητισμός δημιουργεί σταθερές και προβλέψιμες κινήσεις και οι μεταβολές, όταν γίνονται πάγια μέθοδος προσαρμογής οδηγούν σε επιπόλαιες αρχές και ευάλωτους χαρακτήρες.
Εν τέλει έχει τις αρετές του και τις επισφάλειες και το στέρεο και το υγρό στοιχείο.
Η εμπειρία μας μάς βεβαιώνει πως ο ντόμπρος άνθρωπος με τη βουνίσια και την καμπίσια συγκρότηση είναι τόσο φερέγγυος όσο και ο ευέλικτος, υδαρής, ο υδραργυρικός.
Ο πρώτος φτιάχνει πυραμίδες, ο δεύτερος Παρθενώνες. Ο πρώτος Σπάρτη, ο δεύτερος Αθήνα, ο πρώτος Βυζάντιο, ο δεύτερος Βενετία. Ο πρώτος γερμανική σκέψη, ο δεύτερος βρετανική εμπειρική μέθοδο.
Ο πρώτος εφευρίσκει το υνί, ο δεύτερος τη λαγουδέρα. Ο πρώτος την «Ιλιάδα», ο δεύτερος την [Οδύσσεια». Ο πρώτος τον Φάουστ, ο δεύτερος τον Δον Κιχώτη.