Ο Κόφι Ανάν που έφυγε από τη ζωή, ήταν ένας σεμνός, μετριοπαθής και διαλλακτικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών. Για την Κύπρο ιδιαίτερα αλλά και για την Ελλάδα μένει στην ιστορία για το περίφημο σχέδιο Ανάν, την πρόταση δηλαδή που κατατέθηκε έπειτα από πολυετείς διαβουλεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού.
Το σχέδιο εγκρίθηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά απορρίφθηκε από την Ελληνοκυπριακή σε δυο ξεχωριστά δημοψηφίσματα.
Το ιστορικό
Μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή το 1974 στην Κύπρο, οι τούρκικες δυνάμεις έλεγχαν το 40% του εδάφους, ενώ υπήρξε και ανταλλαγή πληθυσμού το 1975. Από τότε, υπήρξαν διάφορες πρωτοβουλίες για επίλυση του Κυπριακού, σχεδόν όλες υπό την επίβλεψη του ΓΓ του ΟΗΕ, ωστόσο όλες αποτύγχαναν.
Τον Δεκέμβριο 1999, ξεκίνησαν ξανά εκ του σύνεγγυς συνομιλίες για προετοιμασία του εδάφους για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις. Τότε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης, ηγέτης των Τουρκοκυπρίων ο Ραούφ Ντενκτας και Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ ο Κόφι Αναν με ειδικό του Σύμβουλο για τον Κυπριακό τον Άλβαρο ντε Σότο. Ο Κόφι Ανάν υπέβαλε Σχέδιο για συνολική επίλυση του Κυπριακού. Η αρχική του μορφή (το αποκαλούμενο σήμερα σχέδιο Ανάν Ι) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 11 Νοεμβρίου 2002 και το δεύτερο αναθεωρημένο σχέδιο στις 10 Δεκεμβρίου 2002 (Αννάν ΙΙ).
Στις 26 Φεβρουαρίου 2003 υποβλήθηκε Αναν ΙΙΙ. Ακολούθησε η εκλογή του Τάσου Παπαδόπουλου στις προεδρικές εκλογές του 2003. Τον Μάρτιο του 2004 παρουσιάστηκε η πέμπτη και τελική μορφή του σχεδίου. Παρότι ήθελε ο Κόφι Ανάν να παρουσιάσει ένα σχέδιο προερχόμενο μόνο από τις διαπραγματεύσεις των δυο κοινοτήτων, προ του συνεχιζόμενου αδιεξόδου, αναγκάστηκε να τελειώσει το κείμενο μόνος του.
Οι πρόνοιες του σχεδίου Ανάν
Το σχέδιο Ανάν ήταν ένα ισορροπημένο σχέδιο βασισμένο σε συμβιβασμούς ανάμεσα στις θέσεις των δυο κοινοτήτων.
Θα δημιουργούταν μια Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, που στην ουσία ήταν ένα υβριδικό σύστημα ανάμεσα στην Ομοσπονδία (που παραδοσιακά ζητούσαν οι ελληνοκύπριοι) και την Συνομοσπονδία (που παραδσιακά ζητούσαν οι τουρκοκύπριοι). Το μοντέλο του Βελγίου και της Ελβετίας ήταν τα εγγύτερα παραδείγματα.
Προεδρία:Εναλλαγή προέδρων ελληνοκύπριων/τουρκοκύπριων ανα θητεία.
Άνω Βουλή, θα υπήρχε 50%-50% αντιπροσώπευση,
Κάτω βουλή, θα υπήρχε αναλογια πληθυσμού (όπως και στο υπουργικό συμβούλιο και στα ινστιτουτα του κράτους)
Ζήτημα 3 ελευθεριών
Ελευθερία διακίνησης: Κανένας περιορισμός
Ελευθερία εγκατάστασης: Με περιορισμούς για να παραμείνει διζωνικό το νέο κράτος, μέχρι την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη ή για Χ χρόνια.
Ελευθερία της ιδοκτησίας: Με περιορισμούς για να παραμείνει διζωνικό το νέο κράτος, μέχρι την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη ή για Χ χρόνια.
Αναλογία εδάφους
72:28
Στρατός
Παραμένουν 650 Τούρκοι και 950 Ελληνες στατιώτες, όπως στην συνθήκη εγγυήσεων του 1960.
Εκτοπισμένοι και περιουσιακό
Το σχέδιο προνοούσε μια περίπλοκη φόρμου όπου ορισμένοι εκτοπισμένοι θα επαναγκατάσταθουν στις οικίες τους, ενώ άλλοι είτε θα τους αποδοθεί η περιουσία τους, είτε θα είχαν οικονομική αποκατάσταση.
Έποικοι
Θα παρέμειναν 45 χιλιάδες Τούρκοι εποίκοι. Τα κριτήρια θα ήταν εάν ήταν παντρεμένοι, πόσα χρόνια κατοικούσαν στην Κύπρο, επάγγελμα κτλ.Μια παρόμοια λίστα θα υπήρχε και για τους Ελληνες.
Η συνέχιση ή όχι της Κυπριακής Δημοκρατίας
Όπως φάνηκε στις διαπραγματεύσεις, η κυριότερη διαφωνία ήταν η ουσία της συνολικής διευθέτησης: Η δημοκρατία της Κύπρου θα παρέμενε ως κρατική οντότητα ή θα υπήρχε ένα νέο κράτος στην θέση του, το οποίο θα αποτελείται απο δυο πολιτείες. Η ελληνοκυπριακή πλευρά ζητούσε την πρώτη εκδοχή και η τουρκοκυπριακή την δεύτερη.
Ο λόγος για την θέση των τουρκοκυπρίων ήταν η ανησυχία τους πως σε περίπτωση μελλοντικής επανάληψης της διακοινοτικής βίας (όπως για παράδειγμα στις ταραχές του 1963, η ελληνοκυπριακή πλευρά θα αντιμετωπιζόταν ως η μόνη νόμιμη εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας και αυτοί θα βρισκόντουσαν πάλι διεθνώς απομονωμένοι. Επιπλέον, όσο η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ενιαίο κράτος, τόσο η κοινότητα που έχει την πλειοψηφία θα μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις σε περιόδους αστάθειας. Έτσι η μόνη διέξοδος τους είναι να υπάρχει διεθνής αναγνώριση. Αντιδιαμετρική αντίθετη ήταν η θέση των Ελληνοκυπρίων που ήθελαν να διατηρήσουν τον νόμιμο τίτλο του κράτους, σε περίπτωση νέας πρωτοβουλίας των Τουρκοκυπρίων να αποσχιστούν.
Το φόβο των ελληνοκυπρίων εξέφρασε υποδειγματικά ο Τάσος Παπαδόπουλος στο διάγγελμα του λίγο πριν το δημοψήφισμα:«…Παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω «κοινότητα» χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα…»
Ένας δεύτερος λόγος για την αντιπαράθεση σχετικά με την μοίρα της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι αρκετά ψηφίσματα του ΟΗΕ, από το 1963, τα οποία τονίζουν την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. Οι Ελληνοκύπριοι τα χρησιμοποίησαν αυτά τα ψηφίσματα για να αδυνατίσουν την συνθήκη εγγυήσεων, ενώ οι τουρκοκύπριοι τα βλέπουν πως εμποδίζουν το δικαίωμα της Τουρκίας να τους προστατεύει επεμβαίνοντας στην Κύπρο sine qua non. Η ύπαρξη μιας νέας κρατικής οντότητας, θα αχρηστεύσει τα ψηφίσματα.
Το σχέδιο Ανάν, χρησιμοποιώντας στο λεκτικό του «δημιουργική ασάφεια» προσπάθησε να ισορροπήσει τις δυο αντίθετες επιδιώξεις, δημιουργώντας την Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς να είναι ούτε συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ούτε νέο κράτος.
Τα δημοψηφίσματα
Στην Κυπριακή Δημοκρατία, το σχέδιο βρήκε σθεναρή αντίσταση από τον τότε πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο. Το συγκυβερνών κόμμα του ΑΚΕΛ, μετά την αντίσταση του προέδρου στο σχέδιο, απέσυρε την υποστήριξη του στο τελικό κείμενο των προτάσεων. Ο ΔΗΣΥ, με ηγέτη τον Νίκο Αναστασιάδη, υποστήριξε το σχέδιο. Επίσης, εναντίον του σχεδίου τάχθησε και το ΔΗΚΟ (το κόμμα του Προέδρου Τάσου Παπαδόπουλου), η ΕΔΕΚ, οι Νέοι Ορίζοντες και το Κίνημα Οικολόγων Περιβαλλοντιστών. Το μικρό κόμμα Ενωμένοι Δημοκράτες υποστήριξε το σχέδιο.
Ανάμεσα στους τουρκοκυπρίους υπήρχε γενικότερος ενθουσιασμός υπέρ του σχεδίου, καθώς ελπιζαν στον τερματισμό του διεθνους αποκλεισμού τους, αν και ο ιστορικός ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς απέρριψε το πλάνο. Το σχέδιο το απέρριψαν και οι Γκρίζοι Λύκοι.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή κράτησε ουδέτερη θέση, ωστόσο ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Γιώργος Παπανδρέου υποστήριξε το σχέδιο, καθώς ο ίδιος ήταν υπουργός εξωτερικών κατά τις διαπραγματεύσεις του σχεδίου
Τόσο η Ελλάδα, όσο και η Τουρκία, του Ταγιπ Ερντογάν, υποστήριξαν το σχέδιο.
Το σχέδιο υποβλήθηκε τον Μάρτιο του 2004 σε δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα, απορρίφθηκε από τους ελληνοκυπρίους, με ποσοστό 76% καθώς μόνο 24% το υπερψήφισε, ενώ εγκρίθηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα σε ποσοστό 62%.
Με πληροφορίες από Wikipedia