Στο προσκήνιο επανέρχονται το τελευταίο διάστημα οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και ο κατώτατος μισθός. Τα κυβερνητικά στελέχη επιχειρούν ηρωικές δηλώσεις καθώς η χώρα έχει ήδη μπει σε προεκλογική περίοδο και ξαναθυμούνται τις φιλεργατικές υποσχέσεις τους. Η κυβέρνηση επιχειρεί να οικοδομήσει το μεταμνημονιακό της αφήγμα και να συνθέσει ένα πακέτο παροχών το οποίο θα παρουσιαστεί στη ΔΕΘ.
Παροχές και υποσχέσεις, που θα οδηγήσουν την ανασχηματισμένη κυβέρνηση μέχρι τις εκλογές…
Ωστόσο τι τελικά ισχύει στην επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και των φιλεργατικών προβλέψεων και κατά πόσο μπορεί να επιστρέψει η χώρα στην προ μνημονίου περίοδο όσον αφορά το επίμαχο ζήτημα;
Σε χαμηλά επίπεδα παραμένει ο κατώτατος μισθός
Μέχρι τα μνημόνια, ο κύκλος των συλλογικών συμβάσεων ξεκίναγε με τον κατώτατο μισθό που έβγαινε από τη διαπραγμάτευση των εργοδοτικών και εργατικών συνομοσπονδιών στο πλαίσιο της ΕΓΣΕΕ. Αποτελούσε το κατώτατο όριο, πάνω στο οποίο οι κλαδικές συμβάσεις διεκδικούσαν κάτι παραπάνω.
Με τα μνημόνια άλλαξε ο τρόπος υπολογισμού του κατώτατου μισθού και έγινε απόφαση του αρμόδιου υπουργού, έτσι ώστε να μειωθεί στα 586 ευρώ για τους άνω των 25 και στα 510 για τους κάτω των 25.
Η κρίσιμη αλλαγή έγινε με τον ν. 4093/2012 που όρισε τα παραπάνω ποσά μέχρι το τέλος των μνημονίων.
Στη συνέχεια το άρθρο 103 του 4172/2013 όρισε τη διαδικασία με την οποία θα ρυθμίζεται ο κατώτατος μισθός μετά το τέλος των μνημονίων.
Με βάση αυτό το καθεστώς ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να ορίζεται με υπουργική απόφαση και όχι διαπραγμάτευση. Τα κριτήρια είναι η παραγωγικότητα, η ανταγωνιστικότητα και η συνολικά κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, ενώ προβλέπεται και μια διαδικασία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους.
Η ένταξη της ανταγωνιστικότητας και της συνολικής κατάστασης της οικονομίας είναι παράμετροι που εύκολα μεταφράζονται σε πίεση προς τα κάτω του κατώτατου μισθού (αρκεί να αναλογιστούμε π.χ. πόσο χαμηλοί είναι οι μισθοί σε χώρες όπως η Βουλγαρία).
Με αυτά τα δεδομένα, όντως η υπουργός Εργασίας έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει αύξηση του κατώτατου μισθού. Το εάν θα ακολουθηθεί η διαδικασία της διαβούλευσης ή εάν θα έρθει τροπολογία για να γίνει πιο εύκολη η απόφαση, δεν ακυρώνει το γεγονός ότι οι δανειστές θεωρούσαν και θεωρούν κομβικό να παραμείνει χαμηλός ο κατώτατος μισθός, για λόγους ανταγωνιστικότητας, κάτι στο οποίο συναινούν και οι εργοδοτικές ενώσεις.
Αυτό σημαίνει ότι η όποια αύξηση θα έχει περισσότερο το συμβολισμό παρά την ουσία μιας πραγματικής επαναφοράς του κατώτατου μισθού σε αξιοπρεπή επίπεδα.
Οι δυσκολίες στην επέκταση των συλλογικών συμβάσεων
Το δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων στην Ελλάδα στηριζόταν σε μια σειρά από αρχές. Τα συνδικάτα μπορούσαν να κάνουν μονομερή προσφυγή στη μεσολάβηση και τη διαιτησία. Η τελική σύμβαση έστω και ως αποτέλεσμα διαιτησίας από διαιτητή του ΟΜΕΔ μπορούσε να επεκταθεί για όλους τους εργαζομένους ενός κλάδου, να γίνει «υποχρεωτική». Όταν συνέπιπταν δύο συμβάσεις τότε ίσχυε η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Η επεκτασιμότητα (και άρα η αρχή της «ευνοϊκότερης ρύθμισης») είχε ανασταλεί όσο ίσχυαν τα μνημόνια. Επανέρχεται με το τέλος του «ελληνικού προγράμματος» και από καιρό είχε σταλεί και η σχετική εγκύκλιος για τη διαδικασία που θα ακολουθείται.
Μόνο που τα πράγματα δεν θα είναι ακριβώς μια «επιστροφή στο 2009».
Καταρχάς, οι αλλαγές που έχουν γίνει στη διαιτησία όπως είναι οι τριμελείς επιτροπές διαιτητών όταν η προσφυγή είναι μονομερής και η δυνατότητα έφεσης εντός ΟΜΕΔ και κρίσης της συλλογικής σύμβασης από 5μελή επιτροπή που θα περιλαμβάνει ανώτατους δικαστικούς και εκπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους πλάι σε διαιτητές, σημαίνουν γενικά αποφάσεις πιο συντηρητικές και πιο «προσαρμοσμένες» στη νέα πραγματικότητα παρά στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Έπειτα έχουμε τη διαδικασία με την οποία θα κρίνεται η δυνατότητα επέκτασης στο σύνολο των επιχειρήσεων ενός κλάδου. Τυπικά η διαδικασία είναι παρόμοια, δηλαδή τον έλεγχο το κάνει το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας που ελέγχει εάν οι εργοδότες που ανήκουν στην εργοδοτική ένωση που υπέγραψε τη συλλογική σύμβαση (ή την αφορά μια διαιτητική απόφαση) απασχολούν την πλειοψηφία των εργαζομένων ενός κλάδου.
Όμως, ο τρόπος που θα γίνεται ο έλεγχος αφήνει μεγάλα περιθώρια σε εργοδοτικές ενώσεις να αποφύγουν την επέκταση. Μέχρι τα μνημόνια οι υπηρεσίες του υπουργείου Εργασίας επικοινωνούσαν με τις κατά τόπους αντίστοιχες οργανώσεις, ρώταγαν εάν ανήκουν στην εργοδοτική ένωση, κατέγραφαν τον αριθμό απασχολουμένων και στο τέλος έλεγχαν εάν όντως η πλειοψηφία των εργαζομένων εργάζονταν επιχειρήσεις μέλη της εργοδοτικής ένωσης.
Πλέον η διαδικασία είναι η ακόλουθη: «Το Α.Σ.Ε. καλεί την εργοδοτική συνδικαλιστική οργάνωση που υπέγραψε την συλλογική σύμβαση εργασίας να καταθέσει στο Τμήμα Ειδικών Επιθεωρητών του ΣΕΠΕ το μητρώο των μελών της που δεσμεύονται από την συλλογική σύμβαση. Με την κατάθεση του μητρώου μελών, Ειδικός Επιθεωρητής του ΣΕΠΕ, μέσω του πληροφοριακού συστήματος του Υπουργείου «ΕΡΓΑΝΗ», διαπιστώνει αφενός το σύνολο των εργαζομένων που απασχολούνται από εργοδότες που δεσμεύονται από την υπογραφείσα συλλογική σύμβαση και αφετέρου το σύνολο των εργαζομένων του κλάδου. Από τα κατά τα ανωτέρω εξαγόμενα στοιχεία διαπιστώνεται αν η συλλογική σύμβαση καλύπτει το 51% των εργαζομένων του κλάδου.»
Μόνο η έννοια «μητρώο» αφήνει αρκετά ερωτήματα ανοιχτά. Στο παρελθόν εργοδοτικές ενώσεις όριζαν ως «μητρώο» τους τα «ταμειακώς εντάξει» μέλη των τελευταίων αρχαιρεσιών, που προφανώς ήταν ένα ελάχιστο ποσοστό των επιχειρήσεων του κλάδου. Υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο επιχειρήσεις συνειδητά να επιλέγουν να μην ανήκουν σε εργοδοτικές ενώσεις ή αυτό ακόμη να γίνεται και ενορχηστρωμένα ώστε να παρακάμπτονται τέτοιες ρυθμίσεις.
Πόσο μετρούν οι συμβάσεις σε μία ελαστική αγορά εργασίας;
Σε μια αγορά εργασίας έχει γίνει πιο ελαστική, όπου η πλειοψηφία των νέων θέσεων εργασίας είναι μερικής απασχόλησης, όπου το φαινόμενο των απλήρωτων υπερωριών όταν «υπάρχει πολλή δουλειά» είναι συχνό και όπου λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρήσεων δεν είναι εύκολο να κινηθούν προληπτικά οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, το καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων δεν έχει την ίδια βαρύτητα.
Με αυτή την έννοια, η κυβέρνηση θα κάνει μια μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού, που απλώς θα δίνει το συμβολισμό της «αύξησης» παρά θα αλλάζει πραγματικά. Ως προς την επεκτασιμότητα είναι σαφές ότι σε αρκετές περιπτώσεις δεν θα είναι τόσο εύκολη.
Ακόμη περισσότερο, με την ανεργία να παραμένει τόσο υψηλή και το αριθμό αιτήσεων ακόμη και για σχετικά ανειδίκευτες θέσεις να είναι εντυπωσιακά υψηλός, η πίεση στους εργαζομένους να
δεχτούν χειρότερες πραγματικές συνθήκες θα παραμένει. Π.χ. μια μικρή αύξηση στον κατώτατο μισθό, μικρή σημασία έχει εάν για παράδειγμα συνδυάζεται με την στη πράξη εργασία για 50 ώρες την εβδομάδα αντί για 40 χωρίς επιπλέον αμοιβή.
Επίσης με τη συνδικαλιστική κάλυψη στον «βαθύ ιδιωτικό τομέα» (δηλαδή εξαιρουμένων των ΔΕΚΟ) να είναι ιδιαίτερα χαμηλή και το συνδικαλιστικό κίνημα προσανατολισμένο προς τη διαμόρφωση «συσχετισμών», δύσκολα θα υπάρξει εκείνη η προσπάθεια να ξαναφτιαχτούν συλλογικές συμβάσεις, ώστε να δοθεί η μετά η μάχη για την επέκταση και την εφαρμογή τους.
Η επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, υπήρξε βασική στόχευση των μνημονίων και «κεκτημένο» που δύσκολα θα αναιρεθεί.