Δικηγόροι που εκπροσωπούν την κυβέρνηση του Ιράν θα ζητήσουν τη Δευτέρα από το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ) να δώσει εντολή στις ΗΠΑ να άρουν τις κυρώσεις που διέταξε ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ να επιβληθούν εκ νέου σε βάρος της Τεχεράνης.
Η προσφυγή στο ΔΔ τονίζει ότι οι αμερικανικές κυρώσεις, που πλήττουν την ήδη εξασθενημένη ιρανική οικονομία, παραβιάζουν επίσης τους όρους μιας μάλλον ξεχασμένης διμερούς συμφωνίας φιλίας που είχαν συνάψει η Ουάσινγκτον κα η Τεχεράνη το 1955.
Οι ΗΠΑ, που θα απαντήσουν επίσημα τοποθετούμενες προφορικά δι’ αντιπροσώπου τους την Τρίτη, δεν έχουν ακόμη σχολιάσει δημόσια την εξέλιξη.
Οι νομικοί εκπρόσωποι της Ουάσινγκτον αναμένεται να επιχειρηματολογήσουν ότι το δικαστήριο του ΗΠΑ δεν έχει δικαιοδοσία σε αυτή την υπόθεση, ότι η συμφωνία του 1955 είναι πλέον άκυρη και ότι οι κυρώσεις που επέβαλε η Ουάσινγκτον στην Τεχεράνη ούτως ή άλλως δεν θα την παραβίαζαν ακόμη κι αν ίσχυε.
Οι ακροαματικές διαδικασίες, που θα γίνουν ουσιαστικά κατόπιν του αιτήματος του Ιράν, θα διαρκέσουν τέσσερις ημέρες. Η απόφαση αναμένεται να εκδοθεί μέσα σε έναν μήνα.
Το ΔΔ είναι δικαστικό όργανο του ΟΗΕ, αρμόδιο για την επίλυση διεθνών διενέξεων. Οι αποφάσεις του θεωρούνται νομικά δεσμευτικές, αλλά δεν έχει τρόπο να τις επιβάλλει και υπάρχουν—σπάνιες, πάντως—περιπτώσεις που χώρες επέλεξαν να τις αψηφήσουν, ανάμεσά τους και οι ΗΠΑ.
Ο αμερικανός πρόεδρος απέσυρε τη χώρα του από τη συμφωνία του 2015 που είχαν υπογράψει έξι μεγάλες δυνάμεις με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας τον Μάιο, διαμηνύοντας ότι η κυβέρνησή του θα επιβάλλει ξανά μονομερώς τις κυρώσεις που είχαν αρθεί.
Μολονότι οι ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ουάσινγκτον διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τις κινήσεις αυτές του Τραμπ, οι περισσότερες δυτικές εταιρείες σκοπεύουν να μην παραβιάσουν τις κυρώσεις, προτιμώντας να χάσουν επενδύσεις στο Ιράν παρά να αντιμετωπίσουν αμερικανικές κυρώσεις ή να απολέσουν την πρόσβαση στην αμερικανική αγορά.
Το ΔΔ θεωρεί τη συμφωνία του 1955 ακόμη έγκυρη, μολονότι είχε υπογραφεί πολλά χρόνια πριν από την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 που σήμανε τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στην Τεχεράνη και την Ουάσινγκτον.