Σε μείζον θέμα έχει αναγάγει η κυβέρνηση τη διάσωση των συντάξεων από τις νέες περικοπές την 1η /1/2019, βάσει του ψηφισμένου μνημονιακού μέτρου, καθώς κάτι τέτοιο, εκτός του άμεσου πολιτικού οφέλους, θα ενίσχυε και το κυβερνητικό αφήγημα ότι πλέον τα μνημόνια και η Επιτροπεία τελείωσαν και η Ελλάδα μπορεί αυτόνομα να αποφασίσει τις πολιτικές που θα ακολουθήσει, τηρώντας πάντα τους δημοσιονομικούς στόχους για τους οποίους έχει δεσμευθεί.
«Το τέλος των μνημονίων σηματοδοτεί την ανάκτηση της ελευθερίας στην επιλογή, τη διαμόρφωση και την άσκηση πολιτικής», υπογραμμίζει, δοθείσης ευκαιρίας, η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου.
Τη διαχωριστική γραμμή με το μνημονιακό παρελθόν προσπαθεί να αναδείξει και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος τονίζοντας ότι «με το τέλος της μνημονιακής επιτροπείας η χώρα ανακτά πλέον την οικονομική της κυριαρχία και το δικαίωμα της να ορίζει την τύχη της», προσθέτοντας μάλιστα ότι «αυτή η μεγάλη αλλαγή στην πρακτική διακυβέρνησης θα έχει άμεσα αποτελέσματα και στην καθημερινότητα των πολιτών».
Η αποφυγή λοιπόν της εφαρμογής του μέτρου θα αποτελούσε μια χειροπιαστή απόδειξη της αλλαγής που έχει συμβεί μετά την 21η Αυγούστου, και για αυτό η κυβέρνηση θα κάνει τα πάντα για την πετύχει.
Ήδη φαίνεται όχι έχει ισχυρά επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι δημοσιονομικά το μέτρο δεν είναι απαραίτητο, για την επίτευξη των στόχων που έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές. Αν αυτό όντως ισχύει, το παιχνίδι θα κριθεί στο κατά πόσο μπορεί η ελληνική πλευρά να πείσει και για τη μη αναγκαιότητα του μέτρου ως διαρθρωτική αλλαγή.
Γιατί τις περισσότερες από τις επώδυνες περικοπές οι δανειστές τις βάφτιζαν και τις βαφτίζουν «μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές», αναγκαίες άλλοτε για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, άλλοτε για την αύξηση των δημοσίων εσόδων, και εν προκειμένω για την βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ανάγκη των εταίρων -κυρίως της Γερμανίας για τους δικούς της πολιτικούς λόγους στο εσωτερικό- να δείξουν ότι η Ελλάδα παραμένει υπό την αυστηρή εποπτεία τους αποτελούν τους δύο μεγάλους σκοπέλους που καλείται η κυβέρνηση να ξεπεράσει.
Η μονότονη επανάληψη από αξιωματούχους και θεσμούς ότι «οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται» προϊδεάζει ότι η μάχη δεν θα είναι εύκολη, δεδομένου ότι η Ελλάδα με τις αγορές να κρέμονται από τα χείλη των θεσμών και την αξιολόγησή τους, καλείται να κρατήσει λεπτές ισορροπίες.
Μια πρώτη εικόνα για το πώς διαμορφώνεται το κλίμα μεταξύ Ελλάδας και πιστωτών-ελεγκτών θα υπάρξει την Πέμπτη 30 Αυγούστου, που θα συνεδριάσει το Euroworking Group.
Αχτσιόγλου: Τον Οκτώβριο οι αποφάσεις
Η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, μιλώντας στο Ραδιοφώνο 24/7 στους 88,6 τόνισε ότι «το μέτρο για απομείωση της προσωπικής διαφοράς, που δεν αφορά όλες τις συντάξεις, αποφασίστηκε το καλοκαίρι του 2017 με δεδομένους τους συσχετισμούς που υπήρχαν τότε και την παρέμβαση του ΔΝΤ. Είχαμε υποστηρίξει ότι το μέτρο αυτό δεν είναι δημοσιονομικά αναγκαίο, ούτε διαρθρωτικά επιβεβλημένο, ότι το ασφαλιστικό σύστημα έχει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα. Η συμφωνία έκλεισε όπως έκλεισε με 1% καλά και 1% κακά μέτρα.
Σήμερα υπάρχει υπεραπόδοση και όλα αυτά που λέγαμε τότε αποδεικνύονται στην πράξη. Το μέτρο της περικοπής συντάξεων δεν είναι αναγκαίο. Χρειάζεται χρόνος μέχρι την κατάθεση του προϋπολογισμού, τον Οκτώβριο».
Τα σενάρια για τις συντάξεις
Η ελληνική πλευρά επιθυμεί επαναδιαπραγμάτευση στη βάση τριών σεναρίων: σταδιακή εφαρμογή περικοπής της «προσωπικής διαφοράς», αναστολή για ένα εξάμηνο της εφαρμογής του νόμου ή ολοκληρωτική μη εφαρμογή του.
Σύμφωνα με το Ενιαίο Δίκτυο Συνταξιούχων, ο νόμος Κατρούγκαλου οδηγεί αναπόφευκτα, εφόσον εφαρμοστεί στο 100% των παλαιών συντάξεων, σε απώλεια περίπου τριών συντάξεων ετησίως από το 2019, αφού προβλέπεται η μείωση κατά 18% λόγω της προσωπικής διαφοράς στις κύριες και τις επικουρικές.
Πέραν αυτών, όμως, προβλέπεται η κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων από όλες τις κύριες και επικουρικές συντάξεις, η κατάργηση του ΕΚΑΣ για 280.000 συνταξιούχους και, βέβαια, η ακύρωση κάθε αύξησης συντάξεων τουλάχιστον μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2021.
«Φρένο» από Σόλτς
Οι συμφωνίες της Ελλάδας με τους εταίρους και πιστωτές πρέπει να τηρηθούν και μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, τονίζει ο γερμανός υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος, Ολαφ Σολτς, σε συνέντευξή του στα «Νέα Σαββατοκύριακο».
Ο κ. Σολτς δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν συμμετέχει σε «εικασίες» αναφορικά με το ενδεχόμενο αναβολής του νέου γύρου περικοπών στις συντάξεις από τον Ιανουάριο του 2019. Προειδοποιεί δε, να μην παραβιαστούν όσα συμφωνήθηκαν για τις συντάξεις, τα πρωτογενή πλεονάσματα και το ρόλο του ΔΝΤ στο μηχανισμό της μεταμνημονιακής επιτήρησης της Ελλάδας.
Ξεκινά η κάθοδο των θεσμών
Αμέσως μετά τη ΔΕΘ ξεκινάει η κάθοδος των θεσμών στην Αθήνα όπου θα έχει στο επίκεντρο τα δημοσιονομικά μεγέθη για την οριστικοποίηση του προσχεδίου Προϋπολογισμού που πρέπει να κατατεθεί την 1η Οκτωβρίου στη Βουλή.
Κρίσιμο ραντεβού Αθήνας – θεσμών στο EWG
Αν και η ελληνική κυβέρνηση θέλει να αποφύγει το μέτρο της περικοπής των συντάξεων, σε πρώτη φάση αυτό αναμένεται να ενσωματωθεί στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2019, για να κρατηθούν και οι ισορροπίες με τους πιστωτές-ελεγκτές και μόλις οριστικοποιηθούν τα οικονομικά στοιχεία για τις επιδόσεις της οικονομίας να επαναφέρει το ζήτημα.