Έπειτα από δεκαπέντε χρόνια στην εξουσία ως πρωθυπουργός ή πρόεδρος, ο Ταγίπ Ερντογάν εξασφάλισε την απόλυτη εξουσία στην Τουρκία στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου παρασύροντας στο πέρασμά του κάθε δικλείδα ελέγχου και ισορροπιών που κανονικά λειτουργούν σε μία δημοκρατία, για να παραμείνει ο απόλυτος και άνευ αμφισβήτησης κυρίαρχος.
Όμως η νίκη του μπορεί να γίνει δηλητηριασμένο δώρο, εάν δεν μπορέσει να διευθετήσει στην σφοδρή του σύγκρουση με τον Ντόναλντ Τραμπ που σπρώχνει την χώρα του στον οικονομικό όλεθρο.
Οι επιλογές του Ερντογάν είναι περιορισμένες και περιλαμβάνουν είτε απώλεια κύρους ή απώλεια κυριαρχίας, από την στιγμή που έχοντας παραμείνει μόνος στην κορυφή, αφού περιθωριοποίησε την κατακερματισμένη αντιπολίτευση και το ίδιο του το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, μονοπωλεί και τις ευθύνες.
Η εκλογική του νίκη υπήρξε κρίσιμη. Του εξασφάλισε την επανεκλογή του στην προεδρία, μία προεδρία διαμορφωμένη μάλλον κατά το πρότυπο Πούτιν. Ο ρόλος του πρωθυπουργού καταργήθηκε αφήνοντας τον Ερντογάν να κυριαρχεί όχι μόνο επί της εκτελεστικής εξουσίας -διορισμός υπουργών, προεδρία του υπουργικού συμβουλίου και αντικατάσταση υψηλόβαθμων κρατικών αξιωματούχων με πολιτικούς διορισμούς – αλλά και να κρατά τα ηνία της δικαστικής και της νομοθετικής εξουσίας.
Ο Ερντογάν επέλεξε να κυβερνά μόνος από το νεο-οθωμανικό παλάτι στην Αγκυρα και αντιμετωπίζει μόνος την κλιμάκωση της οικονομικής κρίσης.
Η τουρκική λίρα καταβαραθρώθηκε χάνοντας το 40% της αξίας της τους τελευταίους μήνες, Οι τουρκικές τράπεζες που έχουν δανεισθεί στο εξωτερικό αδυνατούν να αναχρηματοδοτήσουν το βραχυπρόθεσμο χρέος τους σε πανάκριβα πλέον δολάρια και ευρώ.
Ανάστατοι επενδυτές
Οι επενδυτές, ανάστατοι από τον καλπάζοντα πληθωρισμό και την αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με τις συνέπειες της σύγκρουσης Ερντογάν-Τραμπ , αφού ο πρόεδρος των ΗΠΑ διπλασίασε τους δασμούς επί των εισαγωγών τουρκικού χάλυβα και αλουμινίου ασκώντας πίεση επί της Αγκυρας για την απελευθέρωση του αμερικανού πάστορα Αντριου Μπράνσον.
Καθώς η λίρα έχασε το ένα τέταρτο της αξίας της μόνο τον τελευταίο μήνα, ο Ερντογάν κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι έχουν εξαπολύσει «οικονομικό πόλεμο» κατά της Τουρκίας.
Τον περασμένο μήνα, μιλώντας με την ευκαιρία της επετείου μίας νίκης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά του Βυζαντίου τον 11ο αιώνα, ο Ερντογάν κάλεσε τους συμπατριώτες του να μην πιστεύουν ότι η σύγκρουση με τις ΗΠΑ αφορά το πρόσωπό του. «Οχι, το θέμα τους δεν είναι η Τουρκία. Το θέμα είναι το ισλάμ», είπε. Και αυτό είναι αποτελεσματικό απέναντι στην βάση του, αλλά από την στιγμή που ο Τραμπ χρησιμοποίησε τους δασμούς ως πολιτικό όπλο, σημαίνει ότι και το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης θα συστρατευθεί με τον Ερντογάν.
Το επείγον όμως θέμα που θα αντιμετωπίσει ο Ερντογάν είναι η ρευστότητα.
Σύμφωνα με την JPMorgan, δανειακές υποχρεώσεις ύψους 179 δισεκατομμυρίων δολαρίων ωριμάζουν κατά το διάστημα μέχρι τον Ιούλιο 2019. Τα 146 δισεκατομμύρια από αυτά αποτελούν οφειλές προς τον ιδιωτικό τομέα, και ειδικά προς τις τουρκικές τράπεζες, που έχουν δανεισθεί στο εξωτερικό, αλλά τα περισσότερα κέρδη τους είναι σε λίρες, και επιβαρύνονται με δυσβάστακτο χρέος εξαιτίας της κατάρρευσης του τουρκικού νομίσματος.
Επιλογές
Το θέμα είναι αν τώρα ο Ερντογάν θα συμφιλιωθεί με τον Τραμπ, ίσως κατά την διάρκεια των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών αυτόν τον μήνα. Και μία πηγή του AKP δηλώνει ότι αυτό ακριβώς θα κάνει.
Στην υπόθεση του πάστορα Μπράνσον, οι αναλυτές θεωρούν ότι η Τουρκία θα μπορούσε να πάρει ως αντάλλαγμα τρία πράγματα: τον επαναπατρισμό στελέχους της κρατικής Halkbank που έχει καταδικαστεί για παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν, την μείωση του προστίμου που το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ έχει επιβάλει στην Halbank ή την απελευθέρωση, μέσω της επέμβασης του Τραμπ προς το Ισραήλ, μίας γυναίκας από την Τουρκία που κρατείται ως αγγελιαφόρος της Χαμάς.
«Ο Μπράνσον είναι ένα εργαλείο, συμβολικό, αλλά σημαντικό», δηλώνει η πηγή του AKP αρνούμενη ωστόσο να προβλέψει εάν η Τουρκία θα τον απελευθερώσει εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ ως συμβολική κίνηση προς τους ευαγγελιστές ψηφοφόρους του Τραμπ.
Η ίδια πηγή θεωρεί ότι η Τουρκία θα κάνει κινήσεις προσέγγισης και προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, ελπίζοντας ότι η Γερμανία, την οποία ο Ερντογάν θα επισκεφθεί τον ερχόμενο μήνα, θα μπορέσει να ηγηθεί ευρωπαϊκών προσπαθειών για την οικονομική υποστήριξη της Τουρκίας.
Αλλά, οποιαδήποτε ευρωπαϊκή βοήθεια δεν θα είναι αρκετή. Ηδη, η δέσμευση του Κατάρ, του κοντινότερου άραβα συμμάχου της, για επενδύσεις 15 δισεκατομμυρίων, δεν είχαν σημαντικό αποτέλεσμα.
«Η οικονομία δημιουργεί μεγάλες ανησυχίες διότι οι άνθρωποι γίνονται φτωχότεροι. Ολα αυτά τα χρόνια δεν επενδύσαμε, πέραν του τομέα των κατασκευών, και αυτά δεν τρώγονται. Χάσαμε τρένα όπως οι επενδύσεις στην τεχνολογία και την βιομηχανία», δηλώνει η πηγή του AKP.
Καθώς ο πληθωρισμός αυξάνεται, η κεντρική τράπεζα κλίνει προς την αύξηση των επιτοκίων την ερχόμενη εβδομάδα για να βάλει ένα φρένο στην ελεύθερη πτώση της λίρας.
Αλλά, με δεδομένη την πεποίθηση του Ερντογάν ότι τα επιτόκια, «η μητέρα και πατέρας όλων των κακών», είναι το αίτιο του πληθωρισμού, αυτή η αύξηση μάλλον θα είναι πολύ μικρή ή πολύ καθυστερημένη.
Αυτό αυξάνει τις πιθανότητες η Τουρκία να αναγκασθεί να προσφύγει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δεδομένων των διαστάσεων των χρηματοδοτικών αναγκών της. Η κυβέρνηση αποκλείει αυτό το ενδεχόμενο ως μη αποδεκτή απεμπόληση κυριαρχίας.
«Δεν έχω ανάγκη το ΔΝΤ», δήλωσε στo Reuters την περασμένη Κυριακή ο υπουργός Οικονομικών και γαμπρός του Ερντογάν Μπεράτ Αλμπαϊράκ.
«Η προσφυγή στο ΔΝΤ θα είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα», δήλωσε η πηγή του AKP «από την στιγμή που το επικρίναμε συχνά κατά την προεκλογική εκστρατεία και ήμασταν πολύ υπερήφανοι που ξεφορτωθήκαμε το βάρος του ΔΝΤ» μετά την κρίση του 2000-2001.
Ωστόσο, ο Ερντογάν είναι πολύ καλός όταν εξηγεί πράγματα στον κόσμο και έχει σχεδόν πλήρη έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, παρατηρεί η πηγή.
Ο Μουσταφά Σεντόπ , αντιπρόεδρος του κοινοβουλίου και πρώην επικεφαλής της προεκλογικής καμπάνιας του AKP δήλωσε ότι η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε σχετικά καλή φόρμα σε σύγκριση με αντίστοιχου μεγέθους αναδυόμενες οικονομίες. «Δεν πιστεύουμε ότι η Τουρκία έχει πρόβλημα χρηματοδότησης του χρέους της».
Το πραγματικό πρόβλημα είναι η προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να ελέγξουν την περιοχή και να απομονώσουν το γειτονικό Ιράν. Ο Ερντογάν αποτελεί εμπόδιο στον δρόμο της Ουάσινγκτον και «ο Μπράνσον είναι απλώς το σύμπτωμα όλων αυτών», λέει ο Σεντόπ.
«Δεν πρόκειται για πόλεμο ανάμεσα στην Τουρκία και τις ΗΠΑ, είναι ένας πόλεμος των ΗΠΑ κατά της Τουρκίας και άλλα μέρη του κόσμου, που βάζει ως στόχο την Ρωσία, την Κίνα και ακόμη και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την οικονομία και ειδικότερα τα νομίσματα», λέει.
«Είτε ο κόσμος ενώνεται εναντίον της καουμπόικης και τυραννικής συμπεριφοράς του Τραμπ και αντεπιτίθεται ή γονατίζει. Αλλά η Τουρκία δεν θα γονατίσει ποτέ».
Η κυβέρνηση θα τα φέρει κάπως βόλτα για κάποιο διάστημα, δηλώνει ένας πανεπιστημιακός, αλλά μαζική ανεργία και ταραχές θα είναι το αποτέλεσμα αν ο Ερντογάν δεν αναλάβει δράση.
«Αυτή η χώρα είναι πολύ μεγάλη για να βυθιστεί μαζί του. Αλλά η βάση του θα συρρικνωθεί με αυτήν την υποτίμηση. Η έμφαση του Ερντογάν στις ξένες συνωμοσίες μεταφράζεται σε ψήφους για το MHP (ακραίο εθνικιστικό κόμμα) και όχι για το AKP», παρατηρεί ένας φιλελεύθερος παρατηρητής.