Όλα τα σημάδια δείχνουν ότι η προεκλογική εκστρατεία που ξεκινά δεν θα επικεντρωθεί στα ζητήματα πολιτικής και τις διαφορετικές πολιτικές προτάσεις των κομμάτων, αλλά στην εικόνα και τον πολιτικό συμβολισμό.
Αυτό γεννά ένα παράδοξο. Οι δύο μονομάχοι, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ, δεν έχουν, στην πραγματικότητα, μεγάλες διαφορές ως προς την πολιτική που θα ασκήσουν εάν κυβερνήσουν. Ωστόσο, ετοιμάζονται να δώσουν μια από τις πιο οξυμένες προεκλογικές μάχες των τελευταίων δεκαετιών.
Οι περιορισμένες διαφορές πολιτικής και η προσπάθεια για «διαχωριστικές γραμμές»
Ανεξαρτήτως προθέσεων, τα όρια ως προς την ασκούμενη πολιτική για τα επόμενα χρόνια είναι σαφώς προσδιορισμένα από το «θεσμικό» κεκτημένο των μνημονίων, από τη διαρκή επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας, από την ανάγκη της χώρας για «εκπομπή θετικών μηνυμάτων» από τους θεσμούς και από συγκεκριμένους μηχανισμούς που διαμορφώθηκαν, ακριβώς για αυτό το σκοπό στην περίοδο των μνημονίων, με πιο χαρακτηριστικό αυτόν του Υπερταμείου.
Εάν η ΝΔ, ως κόμμα πιο φιλικό εκ προοιμίου στον νεοφιλελεύθερο πυρήνα της λογικής των μνημονίων, μπορεί πιο εύκολα να προσαρμοστεί σε αυτή την πολιτική, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει, συγκριτικά, μεγαλύτερο πρόβλημα.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ένα κόμμα το οποίο ανέβηκε στην εξουσία βάζοντας όλα τα άλλα κόμματα εξουσίας στο στόχαστρο, χαράσσοντας τη διαχωριστική γραμμή με το σύνολό τους.
Ήταν ένα κόμμα που κατεξοχήν οικοδόμησε την εκτίναξή του προς την εξουσία με βάση το «ή εμείς ή αυτοί», όπου το «αυτοί» συνοδευόταν από χαρακτηρισμούς όπως «γερμανοτσολιάδες», «μνημονιακοί», «τροϊκανοί».
Τώρα, το ίδιο αυτό κόμμα πέρασε και εφάρμοσε μνημόνια και κατεξοχήν επεδίωξε να κερδίσει την εύνοια της ΕΕ και των ηγεμονικών σχηματισμών της όπως η Γερμανία.
Γι’ αυτό το λόγο και έχει τεθεί ως προτεραιότητα από την κυβερνητική πλευρά η προσπάθεια ανάταξης του «αριστερού προσήμου» ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως, η επιχείρηση «αριστερό προφίλ» στην οποία έχει επιδοθεί η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, το τελευταίο διάστημα, δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί απλώς με την επιδοματική πολιτική για ευάλωτες ομάδες ή με υποσχέσεις για μια ανάπτυξη που μάλλον αργεί να έρθει.
Η μάχη των συμβολισμών και η δαιμονοποίηση των αντιπάλων
Γι’ αυτό το λόγο και αναγκαστικά η πολιτική υποκαθίσταται από τους συμβολισμούς. Και όταν δεν μπορούν να βρεθούν «θετικοί» συμβολισμοί, υπάρχει πάντοτε η λύση της συμβολικής δαιμονοποίησης του αντιπάλου.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η κυβέρνηση με τόσο συστηματικό τρόπο επιτίθεται στην ΝΔ κατηγορώντας την για ακραίο νεοφιλελευθερισμό, αντικομμουνισμό και διαπλοκή. Αυτό φαίνεται και στον πολιτικό λόγο των στελεχών της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ όσο και στη συμπεριφορά των φιλικών προς την κυβέρνηση μέσων.
Τμήμα της στρατηγικής αυτής πόλωσης είναι και η επικέντρωση σε πρόσωπα που μπορούν να εξυπηρετήσουν αυτές τις επιθέσεις και ιδίως το επιχείρημα της κυβέρνησης περί της διαπλοκής της ΝΔ. Ο τρόπος που συντηρείται η υπόθεση Δημητριάδη, παρότι ο εν λόγω δικηγόρος έχει δώσει διευκρινίσεις πάνω στα βασικά ερωτήματα που τέθηκαν, είναι πολύ χαρακτηριστικός.
Όμως, μια τέτοια αντίληψη της προεκλογικής πόλωσης είναι λογικό να γεννά και αντιδράσεις «συμμετρικές». Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που μέσα στη ΝΔ είναι συχνός ο πειρασμός για αναλόγου τύπου απαντήσεις, είτα αυτό αφορά τη στοχοποίηση προσώπων, είτε την υιοθέτηση από στελέχη μιας πιο κλασικής αντικομμουνιστικής ρητορικής.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η ψηφιακή «σφαίρα της δημοσιότητας»
Όμως, όλη αυτή η «στρατηγική της πόλωσης» δεν αφορά απλώς την εκφορά λόγου από τα κόμματα και τα στελέχη τους. Ούτε αφορά μόνο τα κλασικά ΜΜΕ.
Ο λόγος είναι ότι ζούμε σε εποχές που έχει μετασχηματιστεί η ίδια η σφαίρα της δημοσιότητας. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και γενικότερα το διαδίκτυο γίνονται το βασικό πεδίο ενημέρωσης αλλά και ταυτόχρονα ο βασικός τρόπος συμμετοχής στη δημόσια σφαίρα.
Όμως, από τον ίδιο τον τρόπο που είναι διαμορφωμένα λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές τέτοιων πολώσεων και δη με έναν τρόπο ανεξέλεγκτο. Είναι ο βασικός χώρος όπου βλέπουμε να ξεδιπλώνεται αυτή η τοξική πολιτική πόλωση.
Αυτό οδηγεί σε ένα ακόμη παράδοξο. Την ώρα που εάν κανείς κοιτάξει την καθημερινότητα των ανθρώπων δεν θα δει την πόλωση άλλων εποχών, όταν τα «πράσινα και γαλάζια καφενεία» αντιπροσώπευαν βαθύτερες διαιρέσεις με ρίζες έως και τον Εμφύλιο και συχνά και υπαρκτές ταξικές διαφορές, η σφαίρα της ψηφιακής δημοσιότητας καταλήγει να είναι ακόμη πιο πολωμένη.
Και τα πράγματα κάνει χειρότερα ο τρόπος που όλα αυτά εμπλέκονται με άλλα ενδημικά προβλήματα του διαδικτύου, από τον σεξισμό έως τη βία που έχει η ταχύτατη αναπαραγωγή μιας εικόνας, ακόμη και εάν είναι παραπλανητική.
Τα όσα ακούστηκαν και για την κ. Νοτοπούλου αλλά και για την κ. Ζαχαράκη είναι από αυτή την άποψη ενδεικτικά.
Ο κίνδυνος να χαθεί μια ευκαιρία να γίνει πραγματική πολιτική συζήτηση
Όλα αυτά, όμως, σημαίνουν ότι πάμε σε μια προεκλογική αντιπαράθεση χωρίς μεγάλες αντιπαραθέσεις πολιτικών αλλά με μεγάλες αντιπαραθέσεις εικόνων και συμβολισμών. Αυτό αντικειμενικά υπονομεύει την ουσία της πολιτικής συζήτησης.
Την ώρα, δηλαδή, που με το τέλος, τυπικά τουλάχιστον, της μνημονιακής περιόδου διαμορφώνονται όροι για να ανοίξει μια ουσιαστική συζήτηση για το μέλλον και τις προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας, το αναπτυξιακό μοντέλο, τους νέους όρους κοινωνικής συνοχής, την ανακοπή τα αιμορραγίας νέων προς το εξωτερικό, την αποφυγή των σφαλμάτων του παρελθόντος, η ελληνική δημοσιότητα σφραγίζεται από μια τοξική πόλωση, που δεν αντανακλά πραγματικές διαιρέσεις, αλλά πολύ περισσότερο μια συσσωρευμένη μνησικακία.
Όμως, αυτό θα συνιστά στην πραγματικότητα μια κρίσιμη χαμένη ευκαιρία. Σε μια περίοδο όπου ούτως ή άλλως η μνημονιακή επιτήρηση και η λογική ότι δεν μπορεί να θιχτεί το «μνημονιακό κεκτημένο» οδηγεί τους ανθρώπους σε μια απομάκρυνση από την πολιτική, που εξελίσσεται σε έναν «αυτόματο πιλότο» λιτότητας, μια τέτοια εκδοχή τοξικής πολιτικής αντιπαράθεσης απλώς θα κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Θα σημάνει ότι θα μπούμε στη μεταμνημονιακή εποχή με μια κοινωνία χωρίς συγκροτημένα σημεία αναφοράς, χωρίς συλλογική σκέψη και συνείδηση, χωρίς πραγματική ανάληψη ευθύνης, οριζόμενη απλώς από τη διάθεση πολιτικής εκδίκησης εναντίον αυτών που κάθε φορά θεωρεί υπευθύνους για μια αρνητική κοινωνική συνθήκη.
Όμως, η ιστορία και η εμπειρία έχουν δείξει ότι τέτοιες «καταστάσεις πνευμάτων» μόνο την ακροδεξιά και τον αντιπολιτικό λαϊκισμό μπορούν να ευνοήσουν.
Η ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών
Η διαπίστωση αυτή ορίζει και την ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών να ανακόψουν αυτού του είδους την πολιτική αντιπαράθεση.
Να επαναφέρουν τη σύγκρουση εντός των ορίων μιας αντιπαράθεσης προγραμμάτων, πολιτικών και ιδεολογιών.
Να ανακόψουν τις τάσεις συγκρούσεων πάνω στο επιφαινόμενο.
Να αποφύγουν τις άσκοπες στοχοποιήσεις προσώπων.
Σε κάθε περίπτωση να μην ξεχνούν ότι μέσα σε μια ζωντανή δημοκρατία οι πολιτικοί σχηματισμοί οφείλουν να έχουν και έναν διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα.
Ακόμη και εάν η κυβέρνηση δείξει ότι δεν έχει κάποια διάθεση να κινηθεί σε μια κατεύθυνση επιστροφής της συζήτησης στα πραγματικά πολιτικά της όρια, είναι τουλάχιστον ευθύνη της αντιπολίτευσης να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.