Στα ίχνη των διαβόητων «Χασαμπουλιών», της πρώτης γνωστής εγκληματικής οργάνωσης στην Κύπρο, βρίσκεται η αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, η οποία πραγματοποιεί ανασκαφές στη θέση Πραστειό-Μεσόροτσος, στην επαρχία Πάφου. Συγκεκριμένα σε κατάλοιπα της Νεολιθικής και Χαλκολιθική περιόδου, της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού, εντοπίστηκαν τα ερείπια κτιρίου του 19ου μ.Χ. αιώνα, που κάνει τους αρχαιολόγους να εκτιμούν ότι σχετίζεται με τρία αδέλφια, τα «Χασαμπουλιά», τα οποία έμειναν γνωστά για τις πρώτες οργανωμένες εγκληματικές ενέργειες στην Κύπρο στην αρχή (1887-1897) της αγγλοκρατίας. Στην περιοχή της έρευνας πιστεύεται ότι υπήρχε κατά τον 19ο αιώνα κρυψώνα των «Χασαμπουλιών» και θεωρήθηκε σημαντικό να ερευνηθεί ο χώρος για τυχόν στοιχεία, που σχετίζονται με την περίοδο αυτή. Έτσι, διερευνήθηκαν τα κατάλοιπα του κτιρίου του 19ου ή 20ου αιώνα και συλλέχθηκε υλικό, που ίσως ρίξει φως στη ζωή εκεί κατά την βρετανική αποικιακή διακυβέρνηση όπως και στη λαογραφική παράδοση της περιοχής.
Την περίοδο εκείνη (1887-1897) τα «Χασαμπουλιά» δρούσαν ανενόχλητα σε όλη την Κύπρο, σκορπίζοντας τον τρόμο. Οι αρχές της εποχής, ανήμπορες να τους σταματήσουν, παρακολουθούσαν και περίμεναν κάποιο λάθος για συλλάβουν τα τρία αδέλφια. Τα «Χασαμπουλιά» κατηγορούνταν για πολλαπλές ληστείες, δολοφονίες (21 ατόμων), βιασμούς αλλά και αρπαγές γυναικών.
Η συμμορία των «Χασαμπουλιών» πήρε το όνομά της από το συνδυασμό του ονόματος και του επιθέτου του μεγαλύτερου, από τα τρία αδέλφια, που έδρασε πρώτος, του Χασάν Αχμέτ Πολύς.
Τα «Χασαμπουλιά» έδωσαν τροφή σε πολλούς ποιητές με τα κατορθώματά τους, ενώ έγιναν και ταινία από τον σκηνοθέτη Κώστα Δημητρίου. Η ταινία βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα γύρω από τη ζωή των «Χασαμπουλιών» και έκανε ρεκόρ με 400.000 εισιτήρια.
Η αρχαιολογική θέση της έρευνας βρίσκεται γύρω από ένα βραχώδες έξαρμα στην κοιλάδα του Διάριζου ποταμού, με καταπληκτική θέα τόσο προς τα βουνά όσο και προς τη θάλασσα. Η θέση του οικισμού στην κοιλάδα αλλά και η εύκολη πρόσβαση σε διάφορες πρώτες ύλες, είναι στοιχεία που φαίνεται να συνέβαλαν στη μακροζωία του οικισμού. Σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου η ερευνητική ομάδα διεξήγαγε ανασκαφές σε τέσσερις περιοχές, αποκαλύπτοντας κατάλοιπα, που χρονολογούνται στη Νεολιθική και Χαλκολιθική περίοδο, στην Πρώιμη και Μέση Εποχή του Χαλκού, όπως και στα ερείπια κτιρίου του 19ου αιώνα.
Στην Περιοχή V ανασκάφηκε μια ιδιαίτερα σημαντική και σπάνια κατασκευή της Ακεραμικής Νεολιθικής περιόδου (περ. 6000 π.Χ.). Πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο, η χρήση του οποίου παραμένει αινιγματική αφού ακόμη δεν έχει διερευνηθεί πλήρως. Φαίνεται ότι είναι μια κυκλική κατασκευή φτιαγμένη από λίθους και καλυμμένη με επίχρισμα. Παρόμοιες κατασκευές/πλατφόρμες έχουν ανασκαφεί στην Ακεραμική Νεολιθική θέση Κρήτου Μαρόττου-Άης Γιώρκης. Ίσως όμως και να πρόκειται για τοίχο μικρού κτιρίου, όπως αυτά της Χοιροκοιτίας. Η κατασκευή αυτή βρέθηκε καλυμμένη με αρκετά στρώματα της Κεραμικής Νεολιθικής περιόδου. Φαίνεται δηλαδή, ότι ο οικισμός αυτός χρησιμοποιείτο από την Ακεραμική μέχρι την Κεραμική Νεολιθική περίοδο, ρίχνοντας φως σε μια φάση της Κυπριακής προϊστορίας η οποία δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή.
Στην Περιοχή IV, σε μια επέκταση ενός κυκλικού κτιρίου, που είχε ανασκαφεί παλαιότερα, ανασκάφηκαν κατάλοιπα κατοίκησης που χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (περ. 2000 π.Χ.). Συγκεκριμένα, πάνω στο δάπεδο βρέθηκε τμήμα μεγάλου ανοικτού δοχείου. Το δοχείο είχε τοποθετηθεί σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο, περιβαλλόμενο από πέτρες, υποδηλώνοντας έναν ειδικό χαρακτήρα. Το μέγεθος του δοχείου επίσης υποδηλώνει ειδική χρήση, πιθανόν τελετουργική κατανάλωση φαγητού.
Κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού (περ. 1900 π.Χ.) ο οικισμός, η αρχιτεκτονική του και πιθανόν και ο τρόπος ζωής των κατοίκων άλλαξαν δραστικά. Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν με την ανοικοδόμηση μεγάλου αριθμού αναβαθμίδων σε διάφορα σημεία του οικισμού, με νέα αρχιτεκτονικά στοιχεία και νέα είδη αντικειμένων. Τα νέα αυτά στοιχεία υποδηλώνουν αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση και συγκεκριμένα, αντανακλούν έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση και πιο εξεζητημένη αρχιτεκτονική. Στο τέλος της περιόδου αυτής ο οικισμός εγκαταλείπεται. Οι τελευταίες προϊστορικές δραστηριότητες εντοπίστηκαν στην Περιοχή XI όπου τα αρχαιολογικά κατάλοιπα σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, σε πολλά σημεία πέραν των 2 μέτρων σε ύψος. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στην κατάχωση των εσωτερικών χώρων όταν δημιουργούνταν οι αναβαθμίδες. Κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο διερευνήθηκαν οι εσωτερικοί χώροι στα καλά διατηρημένα δωμάτια και στην πρώτη αναβαθμίδα βρέθηκε επιχρισμένο δάπεδο πάνω στο οποίο καθόταν μια προτομή ταύρου. Το εύρημα αυτό δίνει περισσότερα στοιχεία για το είδος των δραστηριοτήτων που διεξάγονταν στο χώρο αυτό και για το χαρακτήρα της κοινωνίας της Μέσης Εποχής του Χαλκού.
Οι ανασκαφές γίνονται υπό τη διεύθυνση του δρος Άντριου Μακάρθι, βοηθού καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας, Κλασικών Σπουδών και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Στο ανασκαφικό αυτό πρόγραμμα συνεργάζονται ειδικοί από διάφορες χώρες και φοιτητές.